Λεξισκόπιο: αποπληρώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-πλη-ρώ-νω

Μορφολογία

αποπληρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρώνωαποπληρώνουμε & αποπληρώνομε διαλ.
Βαποπληρώνειςαποπληρώνετε
Γαποπληρώνειαποπληρώνουν & αποπληρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποπλήρωνεαποπληρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποπληρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπλήρωσααποπληρώσαμε
Βαποπλήρωσεςαποπληρώσατε
Γαποπλήρωσεαποπλήρωσαν & αποπληρώσαν προφ. & αποπληρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρώσωαποπληρώσουμε & αποπληρώσομε διαλ.
Βαποπληρώσειςαποπληρώσετε
Γαποπληρώσειαποπληρώσουν & αποπληρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποπλήρωσεαποπληρώσετε & αποπληρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποπληρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπλήρωνααποπληρώναμε
Βαποπλήρωνεςαποπληρώνατε
Γαποπλήρωνεαποπλήρωναν & αποπληρώναν προφ. & αποπληρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρώνομαιαποπληρωνόμαστε
Βαποπληρώνεσαιαποπληρώνεστε & αποπληρωνόσαστε προφ.
Γαποπληρώνεταιαποπληρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποπληρώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαποπληρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρώθηκααποπληρωθήκαμε
Βαποπληρώθηκεςαποπληρωθήκατε
Γαποπληρώθηκεαποπληρώθηκαν & αποπληρωθήκαν προφ. & αποπληρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρωθώαποπληρωθούμε
Βαποπληρωθείςαποπληρωθείτε
Γαποπληρωθείαποπληρωθούν & αποπληρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποπληρώσουαποπληρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποπληρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποπληρωνόμουν & αποπληρωνόμουνα προφ. αποπληρωνόμασταν & αποπληρωνόμαστε
Βαποπληρωνόσουν & αποπληρωνόσουνα προφ. αποπληρωνόσασταν & αποπληρωνόσαστε προφ.
Γαποπληρωνόταν & αποπληρωνότανε προφ. αποπληρώνονταν & αποπληρωνόντανε προφ. & αποπληρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαποπληρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποπληρώνω ρήμ.

Σεξοφλώ1, ξεπληρώνω1, ξεχρεώνω


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.