Λεξισκόπιο: αντιστέκομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-ντι-στέ-κο-μαι

Μορφολογία

αντιστέκομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααντιστέκομαιαντιστεκόμαστε
Βαντιστέκεσαιαντιστέκεστε & αντιστεκόσαστε προφ.
Γαντιστέκεταιαντιστέκονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαντιστέκεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαντιστεκόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααντιστάθηκααντισταθήκαμε
Βαντιστάθηκεςαντισταθήκατε
Γαντιστάθηκεαντιστάθηκαν & αντισταθήκαν προφ. & αντισταθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααντισταθώαντισταθούμε
Βαντισταθείςαντισταθείτε
Γαντισταθείαντισταθούν & αντισταθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαντιστάσουαντισταθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαντισταθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααντιστεκόμουν & αντιστεκόμουνα προφ. αντιστεκόμασταν & αντιστεκόμαστε
Βαντιστεκόσουν & αντιστεκόσουνα προφ. αντιστεκόσασταν & αντιστεκόσαστε προφ.
Γαντιστεκόταν & αντιστεκότανε προφ. αντιστέκονταν & αντιστεκόντανε προφ. & αντιστεκόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αντιστέκομαι ρήμ.

  1. Σπροβάλλω αντίσταση: Πώς μπορείς να αντισταθείς στον πειρασμό; Ααφήνομαι1
  2. Σεναντιώνομαι, αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, κοντράρω1: Οι κάτοικοι αντιστέκονται στην κατασκευή αεροδρομίου.
  3. Σαμύνομαι: Εξακολουθούσε να αντιστέκεται παρά τις πιέσεις.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.