Λεξισκόπιο: ανοικοδομώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-νοι-κο-δο-μώ

Μορφολογία

ανοικοδομώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομώανοικοδομούμε
Βανοικοδομείςανοικοδομείτε
Γανοικοδομείανοικοδομούν & ανοικοδομούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανοικοδομείτε
Ενεστώτας-Μετοχήανοικοδομώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδόμησαανοικοδομήσαμε
Βανοικοδόμησεςανοικοδομήσατε
Γανοικοδόμησεανοικοδόμησαν & ανοικοδομήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομήσωανοικοδομήσουμε & ανοικοδομήσομε διαλ.
Βανοικοδομήσειςανοικοδομήσετε
Γανοικοδομήσειανοικοδομήσουν & ανοικοδομήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανοικοδόμησεανοικοδομήσετε & ανοικοδομήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοανοικοδομήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομούσαανοικοδομούσαμε
Βανοικοδομούσεςανοικοδομούσατε
Γανοικοδομούσεανοικοδομούσαν & ανοικοδομούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομούμαιανοικοδομούμαστε
Βανοικοδομείσαιανοικοδομείστε
Γανοικοδομείταιανοικοδομούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανοικοδομείστε
Ενεστώτας-Μετοχήανοικοδομούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομήθηκαανοικοδομηθήκαμε
Βανοικοδομήθηκεςανοικοδομηθήκατε
Γανοικοδομήθηκεανοικοδομήθηκαν & ανοικοδομηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανοικοδομηθώανοικοδομηθούμε
Βανοικοδομηθείςανοικοδομηθείτε
Γανοικοδομηθείανοικοδομηθούν & ανοικοδομηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανοικοδομήσουανοικοδομηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανοικοδομηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γανοικοδομούνταν & ανοικοδομείτο λόγ. ανοικοδομούνταν & ανοικοδομούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήανοικοδομημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανοικοδομώ ρήμ.

  1. Σξαναχτίζω: Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά το σεισμό.
  2. Σχτίζω1, οικοδομώ1 Αγκρεμίζω1, κατεδαφίζω

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.