Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-νε-πτυγ-μέ-νος
Μορφολογία
αναπτύσσω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτύσσω | αναπτύσσουμε & αναπτύσσομε διαλ. |
Β | αναπτύσσεις | αναπτύσσετε |
Γ | αναπτύσσει | αναπτύσσουν & αναπτύσσουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανάπτυσσε | αναπτύσσετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αναπτύσσοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανέπτυξα & ανάπτυξα προφ. | αναπτύξαμε |
Β | ανέπτυξες & ανάπτυξες προφ. | αναπτύξατε |
Γ | ανέπτυξε & ανάπτυξε προφ. | ανέπτυξαν & ανάπτυξαν προφ. & αναπτύξαν προφ. & αναπτύξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτύξω | αναπτύξουμε & αναπτύξομε διαλ. |
Β | αναπτύξεις | αναπτύξετε |
Γ | αναπτύξει | αναπτύξουν & αναπτύξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανάπτυξε | αναπτύξετε & αναπτύξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αναπτύξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανέπτυσσα & ανάπτυσσα προφ. | αναπτύσσαμε |
Β | ανέπτυσσες & ανάπτυσσες προφ. | αναπτύσσατε |
Γ | ανέπτυσσε & ανάπτυσσε προφ. | ανέπτυσσαν & ανάπτυσσαν προφ. & αναπτύσσαν προφ. & αναπτύσσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτύσσομαι | αναπτυσσόμαστε |
Β | αναπτύσσεσαι | αναπτύσσεστε & αναπτυσσόσαστε προφ. |
Γ | αναπτύσσεται | αναπτύσσονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αναπτύσσεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αναπτυσσόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτύχθηκα | αναπτυχθήκαμε |
Β | αναπτύχθηκες | αναπτυχθήκατε |
Γ | αναπτύχθηκε | αναπτύχθηκαν & αναπτυχθήκαν προφ. & αναπτυχθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτυχθώ | αναπτυχθούμε |
Β | αναπτυχθείς | αναπτυχθείτε |
Γ | αναπτυχθεί | αναπτυχθούν & αναπτυχθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αναπτύξου | αναπτυχθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αναπτυχθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναπτυσσόμουν & αναπτυσσόμουνα προφ. | αναπτυσσόμασταν & αναπτυσσόμαστε |
Β | αναπτυσσόσουν & αναπτυσσόσουνα προφ. | αναπτυσσόσασταν & αναπτυσσόσαστε προφ. |
Γ | αναπτυσσόταν & αναπτυσσότανε προφ. | αναπτύσσονταν & αναπτυσσόντανε προφ. & αναπτυσσόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ανεπτυγμένος |
ανεπτυγμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ανεπτυγμένος | οι | ανεπτυγμένοι |
Γενική | του | ανεπτυγμένου | των | ανεπτυγμένων |
Αιτιατική | τον | ανεπτυγμένο | τους | ανεπτυγμένους |
Κλητική | | ανεπτυγμένε | | ανεπτυγμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ανεπτυγμένη | οι | ανεπτυγμένες |
Γενική | της | ανεπτυγμένης | των | ανεπτυγμένων |
Αιτιατική | την | ανεπτυγμένη | τις | ανεπτυγμένες |
Κλητική | | ανεπτυγμένη | | ανεπτυγμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ανεπτυγμένο | τα | ανεπτυγμένα |
Γενική | του | ανεπτυγμένου | των | ανεπτυγμένων |
Αιτιατική | το | ανεπτυγμένο | τα | ανεπτυγμένα |
Κλητική | | ανεπτυγμένο | | ανεπτυγμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
αναπτύσσω ρήμ.
- Σ: δημιουργώ: Ανέπτυξε μια νέα μέθοδο.
- Σ: καλλιεργώ3: Κατά το Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν οι αγροτικές τεχνικές.
- Σ: αναλύω3: Ανέπτυξε τη θεωρία του.
- Σ: αυξάνω: Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα. Α: ελαττώνω
- Α: συμπτύσσω3: Ο αντίπαλος ανέπτυξε τα στρατεύματά του σε όλη την έκταση του μετώπου.
αναπτύσσομαι
Σ: μεγαλώνω4, ξεπετάγομαι2 προφ.: Η λεύκα αναπτύσσεται γρήγορα.
ανεπτυγμένος & αναπτυγμένος επίθ.
Σ: προηγμένος, εξελιγμένος1: ανεπτυγμένες χώρες Α: υπανάπτυκτος1
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.