Λεξισκόπιο: ανατρεπτικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-τρε-πτι-κός

Μορφολογία

ανατρεπτικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανατρεπτικόςοιανατρεπτικοί
Γενικήτουανατρεπτικούτωνανατρεπτικών
Αιτιατικήτονανατρεπτικότουςανατρεπτικούς
Κλητική ανατρεπτικέ ανατρεπτικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανατρεπτικήοιανατρεπτικές
Γενικήτηςανατρεπτικήςτωνανατρεπτικών
Αιτιατικήτηνανατρεπτικήτιςανατρεπτικές
Κλητική ανατρεπτική ανατρεπτικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανατρεπτικόταανατρεπτικά
Γενικήτουανατρεπτικούτωνανατρεπτικών
Αιτιατικήτοανατρεπτικόταανατρεπτικά
Κλητική ανατρεπτικό ανατρεπτικά

ανατρεπτικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανατρεπτικότεροςοιανατρεπτικότεροι
Γενικήτουανατρεπτικότερουτωνανατρεπτικότερων
Αιτιατικήτονανατρεπτικότεροτουςανατρεπτικότερους
Κλητική ανατρεπτικότερε ανατρεπτικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανατρεπτικότερηοιανατρεπτικότερες
Γενικήτηςανατρεπτικότερηςτωνανατρεπτικότερων
Αιτιατικήτηνανατρεπτικότερητιςανατρεπτικότερες
Κλητική ανατρεπτικότερη ανατρεπτικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανατρεπτικότεροταανατρεπτικότερα
Γενικήτουανατρεπτικότερουτωνανατρεπτικότερων
Αιτιατικήτοανατρεπτικότεροταανατρεπτικότερα
Κλητική ανατρεπτικότερο ανατρεπτικότερα

ανατρεπτικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανατρεπτικότατοςοιανατρεπτικότατοι
Γενικήτουανατρεπτικότατουτωνανατρεπτικότατων
Αιτιατικήτονανατρεπτικότατοτουςανατρεπτικότατους
Κλητική ανατρεπτικότατε ανατρεπτικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανατρεπτικότατηοιανατρεπτικότατες
Γενικήτηςανατρεπτικότατηςτωνανατρεπτικότατων
Αιτιατικήτηνανατρεπτικότατητιςανατρεπτικότατες
Κλητική ανατρεπτικότατη ανατρεπτικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανατρεπτικότατοταανατρεπτικότατα
Γενικήτουανατρεπτικότατουτωνανατρεπτικότατων
Αιτιατικήτοανατρεπτικότατοταανατρεπτικότατα
Κλητική ανατρεπτικότατο ανατρεπτικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανατρεπτικός επίθ.

Σεπαναστατικός1: ανατρεπτική θεωρία


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.