Λεξισκόπιο: ανασαλεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-σα-λεύ-ω

Μορφολογία

ανασαλεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανασαλεύωανασαλεύουμε & ανασαλεύομε διαλ.
Βανασαλεύειςανασαλεύετε
Γανασαλεύειανασαλεύουν & ανασαλεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανασάλευεανασαλεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήανασαλεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανασάλεψαανασαλέψαμε
Βανασάλεψεςανασαλέψατε
Γανασάλεψεανασάλεψαν & ανασαλέψαν προφ. & ανασαλέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανασαλέψωανασαλέψουμε & ανασαλέψομε διαλ.
Βανασαλέψειςανασαλέψετε
Γανασαλέψειανασαλέψουν & ανασαλέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανασάλεψεανασαλέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανασαλέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανασάλευαανασαλεύαμε
Βανασάλευεςανασαλεύατε
Γανασάλευεανασάλευαν & ανασαλεύαν προφ. & ανασαλεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανασαλεύω ρήμ. λογοτ.

  1. Σανακινούμαι, σαλεύω2 προφ., κουνιέμαι2: Ανασάλεψε για λίγο στο κρεβάτι.
  2. Σαναδεύω λόγ., ανακινώ1, ανακατεύω1: Ο άνεμος ανασαλεύει τα πανιά.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.