Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-ναρ-τώ
Μορφολογία
αναρτώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτώ | αναρτούμε |
Β | αναρτάς | αναρτάτε |
Γ | αναρτά | αναρτούν |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αναρτώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανάρτησα | αναρτήσαμε |
Β | ανάρτησες | αναρτήσατε |
Γ | ανάρτησε | ανάρτησαν & αναρτήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτήσω | αναρτήσουμε & αναρτήσομε διαλ. |
Β | αναρτήσεις | αναρτήσετε |
Γ | αναρτήσει | αναρτήσουν & αναρτήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανάρτησε | αναρτήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αναρτήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτούσα | αναρτούσαμε |
Β | αναρτούσες | αναρτούσατε |
Γ | αναρτούσε | αναρτούσαν & αναρτούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτώμαι | αναρτώμεθα λόγ. & αναρτόμαστε προφ. |
Β | αναρτάσαι | αναρτάσθε λόγ. & αναρτάστε προφ. |
Γ | αναρτάται | αναρτώνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αναρτάσθε λόγ. & αναρτάστε προφ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αναρτώμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτήθηκα | αναρτηθήκαμε |
Β | αναρτήθηκες | αναρτηθήκατε |
Γ | αναρτήθηκε | αναρτήθηκαν & αναρτηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αναρτηθώ | αναρτηθούμε |
Β | αναρτηθείς | αναρτηθείτε |
Γ | αναρτηθεί | αναρτηθούν & αναρτηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αναρτήσου | αναρτηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αναρτηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | --- | --- |
Β | --- | --- |
Γ | αναρτάτο λόγ. | αναρτώντο λόγ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αναρτημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αναρτώ ρήμ. λόγ.
Σ: κρεμάω1: Πρέπει να αναρτήσετε την αφίσα στον τοίχο.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.