Λεξισκόπιο: ανακουφίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-κου-φί-ζο-μαι

Μορφολογία

ανακουφίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφίζωανακουφίζουμε & ανακουφίζομε διαλ.
Βανακουφίζειςανακουφίζετε
Γανακουφίζειανακουφίζουν & ανακουφίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανακούφιζεανακουφίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήανακουφίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακούφισαανακουφίσαμε
Βανακούφισεςανακουφίσατε
Γανακούφισεανακούφισαν & ανακουφίσαν προφ. & ανακουφίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφίσωανακουφίσουμε & ανακουφίσομε διαλ.
Βανακουφίσειςανακουφίσετε
Γανακουφίσειανακουφίσουν & ανακουφίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανακούφισεανακουφίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοανακουφίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακούφιζαανακουφίζαμε
Βανακούφιζεςανακουφίζατε
Γανακούφιζεανακούφιζαν & ανακουφίζαν προφ. & ανακουφίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφίζομαιανακουφιζόμαστε
Βανακουφίζεσαιανακουφίζεστε & ανακουφιζόσαστε προφ.
Γανακουφίζεταιανακουφίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανακουφίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήανακουφιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφίστηκα & ανακουφίσθηκα λόγ. ανακουφιστήκαμε & ανακουφισθήκαμε λόγ.
Βανακουφίστηκες & ανακουφίσθηκες λόγ. ανακουφιστήκατε & ανακουφισθήκατε λόγ.
Γανακουφίστηκε & ανακουφίσθηκε λόγ. ανακουφίστηκαν & ανακουφίσθηκαν λόγ. & ανακουφιστήκαν προφ. & ανακουφιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφιστώ & ανακουφισθώ λόγ. ανακουφιστούμε & ανακουφισθούμε λόγ.
Βανακουφιστείς & ανακουφισθείς λόγ. ανακουφιστείτε & ανακουφισθείτε λόγ.
Γανακουφιστεί & ανακουφισθεί λόγ. ανακουφιστούν & ανακουφισθούν λόγ. & ανακουφισθούνε λόγ. & ανακουφιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανακουφίσουανακουφιστείτε & ανακουφισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοανακουφιστεί & ανακουφισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακουφιζόμουν & ανακουφιζόμουνα προφ. ανακουφιζόμασταν & ανακουφιζόμαστε
Βανακουφιζόσουν & ανακουφιζόσουνα προφ. ανακουφιζόσασταν & ανακουφιζόσαστε προφ.
Γανακουφιζόταν & ανακουφιζότανε προφ. ανακουφίζονταν & ανακουφιζόντανε προφ. & ανακουφιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήανακουφισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανακουφίζω ρήμ.

  1. Σκαταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω2: Το φάρμακο θα ανακουφίσει τον πόνο.
  2. Σξαλαφρώνω2: Η αύξηση του μισθού θα ανακουφίσει τα οικογενειακά βάρη.

ανακουφίζομαι

  1. Σξαλαφρώνω3, ανασαίνω5, αναπνέω4
  2. Σαποπατώ παρωχ., αφοδεύω

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.