Λεξισκόπιο: ανέχομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-νέ-χο-μαι

Μορφολογία

ανέχομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέχομαιανεχόμαστε
Βανέχεσαιανέχεστε & ανεχόσαστε προφ.
Γανέχεταιανέχονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανέχεστε
Ενεστώτας-Μετοχήανεχόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέχτηκα & ανέχθηκα λόγ. ανεχτήκαμε & ανεχθήκαμε λόγ.
Βανέχτηκες & ανέχθηκες λόγ. ανεχτήκατε & ανεχθήκατε λόγ.
Γανέχτηκε & ανέχθηκε λόγ. ανέχτηκαν & ανέχθηκαν λόγ. & ανεχθήκαν λόγ. & ανεχθήκανε λόγ. & ανεχτήκαν προφ. & ανεχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεχτώ & ανεχθώ λόγ. ανεχτούμε & ανεχθούμε λόγ.
Βανεχτείς & ανεχθείς λόγ. ανεχτείτε & ανεχθείτε λόγ.
Γανεχτεί & ανεχθεί λόγ. ανεχτούν & ανεχθούν λόγ. & ανεχθούνε λόγ. & ανεχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανέξουανεχτείτε & ανεχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοανεχτεί & ανεχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεχόμουν & ανεχόμουνα προφ. ανεχόμασταν & ανεχόμαστε
Βανεχόσουν & ανεχόσουνα προφ. ανεχόσασταν & ανεχόσαστε προφ.
Γανεχόταν & ανεχότανε προφ. ανέχονταν & ανεχόντανε προφ. & ανεχόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανέχομαι ρήμ.

  1. Συπομένω, υφίσταμαι4 λόγ., αντέχω2, υποφέρω4: Εξακολουθείς και ανέχεσαι τη συμπεριφορά του;
  2. Σδέχομαι8, σηκώνω10 προφ., καταπίνω4 προφ.: Άλλα ψέματα δεν θα ανεχθώ!

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.