Λεξισκόπιο: αλλάζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αλ-λά-ζει

Μορφολογία

αλλάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλάζωαλλάζουμε & αλλάζομε διαλ.
Βαλλάζειςαλλάζετε
Γαλλάζειαλλάζουν & αλλάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάλλαζεαλλάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαλλάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάλλαξααλλάξαμε
Βάλλαξεςαλλάξατε
Γάλλαξεάλλαξαν & αλλάξαν προφ. & αλλάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλάξωαλλάξουμε & αλλάξομε διαλ.
Βαλλάξειςαλλάξετε
Γαλλάξειαλλάξουν & αλλάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάλλαξεαλλάξετε & αλλάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαλλάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάλλαζααλλάζαμε
Βάλλαζεςαλλάζατε
Γάλλαζεάλλαζαν & αλλάζαν προφ. & αλλάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλάζομαιαλλαζόμαστε
Βαλλάζεσαιαλλάζεστε & αλλαζόσαστε προφ.
Γαλλάζεταιαλλάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαλλάζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλάχτηκα & αλλάχθηκα λόγ. αλλαχτήκαμε & αλλαχθήκαμε λόγ.
Βαλλάχτηκες & αλλάχθηκες λόγ. αλλαχτήκατε & αλλαχθήκατε λόγ.
Γαλλάχτηκε & αλλάχθηκε λόγ. αλλάχτηκαν & αλλάχθηκαν λόγ. & αλλαχτήκαν προφ. & αλλαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλαχτώ & αλλαχθώ λόγ. αλλαχτούμε & αλλαχθούμε λόγ.
Βαλλαχτείς & αλλαχθείς λόγ. αλλαχτείτε & αλλαχθείτε λόγ.
Γαλλαχτεί & αλλαχθεί λόγ. αλλαχτούν & αλλαχθούν λόγ. & αλλαχθούνε λόγ. & αλλαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαλλάξουαλλαχτείτε & αλλαχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαλλαχτεί & αλλαχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλλαζόμουν & αλλαζόμουνα προφ. αλλαζόμασταν & αλλαζόμαστε
Βαλλαζόσουν & αλλαζόσουνα προφ. αλλαζόσασταν & αλλαζόσαστε προφ.
Γαλλαζόταν & αλλαζότανε προφ. αλλάζονταν & αλλαζόντανε προφ. & αλλαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαλλαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αλλάζω ρήμ.

  1. Σδιαφοροποιώ1, μεταβάλλω, μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω1
  2. Σαντικαθιστώ1: Άλλαξαν έπιπλα και πήραν καινούρια.
  3. Σμεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι
  4. Σσυναλλάζω προφ.: Έφερες ρούχα για ν' αλλάξεις;

ΕΚΦ: αλλάζω βέρες, αλλάζω γνώμη, αλλάζω δρόμο, αλλάζω τα φώτα, αλλάζω τον αδόξαστο, αλλάζω τον αέρα μου


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.