Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-λα-τι-σμέ-νος
Μορφολογία
αλατίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατίζω | αλατίζουμε & αλατίζομε διαλ. |
Β | αλατίζεις | αλατίζετε |
Γ | αλατίζει | αλατίζουν & αλατίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αλάτιζε | αλατίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αλατίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλάτισα | αλατίσαμε |
Β | αλάτισες | αλατίσατε |
Γ | αλάτισε | αλάτισαν & αλατίσαν προφ. & αλατίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατίσω | αλατίσουμε & αλατίσομε διαλ. |
Β | αλατίσεις | αλατίσετε |
Γ | αλατίσει | αλατίσουν & αλατίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αλάτισε | αλατίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αλατίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλάτιζα | αλατίζαμε |
Β | αλάτιζες | αλατίζατε |
Γ | αλάτιζε | αλάτιζαν & αλατίζαν προφ. & αλατίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατίζομαι | αλατιζόμαστε |
Β | αλατίζεσαι | αλατίζεστε & αλατιζόσαστε προφ. |
Γ | αλατίζεται | αλατίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αλατιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατίστηκα | αλατιστήκαμε |
Β | αλατίστηκες | αλατιστήκατε |
Γ | αλατίστηκε | αλατίστηκαν & αλατιστήκαν προφ. & αλατιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατιστώ | αλατιστούμε |
Β | αλατιστείς | αλατιστείτε |
Γ | αλατιστεί | αλατιστούν & αλατιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αλατίσου | αλατιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αλατιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αλατιζόμουν & αλατιζόμουνα προφ. | αλατιζόμασταν & αλατιζόμαστε |
Β | αλατιζόσουν & αλατιζόσουνα προφ. | αλατιζόσασταν & αλατιζόσαστε προφ. |
Γ | αλατιζόταν & αλατιζότανε προφ. | αλατίζονταν & αλατιζόντανε προφ. & αλατιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αλατισμένος |
αλατισμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | αλατισμένος | οι | αλατισμένοι |
Γενική | του | αλατισμένου | των | αλατισμένων |
Αιτιατική | τον | αλατισμένο | τους | αλατισμένους |
Κλητική | | αλατισμένε | | αλατισμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | αλατισμένη | οι | αλατισμένες |
Γενική | της | αλατισμένης | των | αλατισμένων |
Αιτιατική | την | αλατισμένη | τις | αλατισμένες |
Κλητική | | αλατισμένη | | αλατισμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | αλατισμένο | τα | αλατισμένα |
Γενική | του | αλατισμένου | των | αλατισμένων |
Αιτιατική | το | αλατισμένο | τα | αλατισμένα |
Κλητική | | αλατισμένο | | αλατισμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
αλατίζω ρήμ.
Σ: ρίχνω αλάτι, αλμυρίζω
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.