Λεξισκόπιο: αλανιάρης

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-λα-νιά-ρης

Μορφολογία

αλανιάρης επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλανιάρηςοιαλανιάρηδες
Γενικήτουαλανιάρητωναλανιάρηδων
Αιτιατικήτοναλανιάρητουςαλανιάρηδες
Κλητική αλανιάρη αλανιάρηδες
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλανιάρα & αλανιάρισσαοιαλανιάρες & αλανιάρισσες
Γενικήτηςαλανιάρας & αλανιάρισσας---
Αιτιατικήτηναλανιάρα & αλανιάρισσατιςαλανιάρες & αλανιάρισσες
Κλητική αλανιάρα & αλανιάρισσα αλανιάρες & αλανιάρισσες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαλανιάρικοτααλανιάρικα
Γενικήτουαλανιάρικουτωναλανιάρικων
Αιτιατικήτοαλανιάρικοτααλανιάρικα
Κλητική αλανιάρικο αλανιάρικα

αλανιάρης ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλανιάρηςοιαλανιάρηδες
Γενικήτουαλανιάρητωναλανιάρηδων
Αιτιατικήτοναλανιάρητουςαλανιάρηδες
Κλητική αλανιάρη αλανιάρηδες

αλανιάρα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλανιάρα & αλανιάρισσαοιαλανιάρες & αλανιάρισσες
Γενικήτηςαλανιάρας & αλανιάρισσαςτωναλανιαρισσών
Αιτιατικήτηναλανιάρα & αλανιάρισσατιςαλανιάρες & αλανιάρισσες
Κλητική αλανιάρα & αλανιάρισσα αλανιάρες & αλανιάρισσες

Συνώνυμα - Αντίθετα

αλανιάρης ουσ.

Σμόρτης λαϊκ., μάγκας1 προφ., τσίφτης1 λαϊκ.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.