Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-κρω-τη-ρι-ά-ζω
Μορφολογία
ακρωτηριάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριάζω | ακρωτηριάζουμε & ακρωτηριάζομε διαλ. |
Β | ακρωτηριάζεις | ακρωτηριάζετε |
Γ | ακρωτηριάζει | ακρωτηριάζουν & ακρωτηριάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ακρωτηρίαζε | ακρωτηριάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ακρωτηριάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηρίασα | ακρωτηριάσαμε |
Β | ακρωτηρίασες | ακρωτηριάσατε |
Γ | ακρωτηρίασε | ακρωτηρίασαν & ακρωτηριάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριάσω | ακρωτηριάσουμε & ακρωτηριάσομε διαλ. |
Β | ακρωτηριάσεις | ακρωτηριάσετε |
Γ | ακρωτηριάσει | ακρωτηριάσουν & ακρωτηριάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ακρωτηρίασε | ακρωτηριάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ακρωτηριάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηρίαζα | ακρωτηριάζαμε |
Β | ακρωτηρίαζες | ακρωτηριάζατε |
Γ | ακρωτηρίαζε | ακρωτηρίαζαν & ακρωτηριάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριάζομαι | ακρωτηριαζόμαστε |
Β | ακρωτηριάζεσαι | ακρωτηριάζεστε & ακρωτηριαζόσαστε προφ. |
Γ | ακρωτηριάζεται | ακρωτηριάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ακρωτηριάζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ακρωτηριαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριάστηκα & ακρωτηριάσθηκα λόγ. | ακρωτηριαστήκαμε & ακρωτηριασθήκαμε λόγ. |
Β | ακρωτηριάστηκες & ακρωτηριάσθηκες λόγ. | ακρωτηριαστήκατε & ακρωτηριασθήκατε λόγ. |
Γ | ακρωτηριάστηκε & ακρωτηριάσθηκε λόγ. | ακρωτηριάστηκαν & ακρωτηριάσθηκαν λόγ. & ακρωτηριασθήκανε λόγ. & ακρωτηριαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριαστώ & ακρωτηριασθώ λόγ. | ακρωτηριαστούμε & ακρωτηριασθούμε λόγ. |
Β | ακρωτηριαστείς & ακρωτηριασθείς λόγ. | ακρωτηριαστείτε & ακρωτηριασθείτε λόγ. |
Γ | ακρωτηριαστεί & ακρωτηριασθεί λόγ. | ακρωτηριαστούν & ακρωτηριασθούν λόγ. & ακρωτηριασθούνε λόγ. & ακρωτηριαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ακρωτηριάσου | ακρωτηριαστείτε & ακρωτηριασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ακρωτηριαστεί & ακρωτηριασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ακρωτηριαζόμουν & ακρωτηριαζόμουνα προφ. | ακρωτηριαζόμασταν & ακρωτηριαζόμαστε |
Β | ακρωτηριαζόσουν & ακρωτηριαζόσουνα προφ. | ακρωτηριαζόσασταν & ακρωτηριαζόσαστε προφ. |
Γ | ακρωτηριαζόταν & ακρωτηριαζότανε προφ. | ακρωτηριάζονταν & ακρωτηριαζόντανε προφ. & ακρωτηριαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ακρωτηριασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ακρωτηριάζω ρήμ.
- Σ: κόβω5: Του ακρωτηρίασαν το πόδι.
- Σ: κουτσουρεύω1 προφ., πετσοκόβω4 προφ., ευνουχίζω2: Ακρωτηρίασαν το κείμενο.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.