Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
αι-μα-το-κυ-λί-ζω
Μορφολογία
αιματοκυλίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλίζω & αιματοκυλώ & αιματοκυλάω προφ. | αιματοκυλάμε & αιματοκυλίζουμε & αιματοκυλούμε & αιματοκυλίζομε διαλ. |
Β | αιματοκυλάς & αιματοκυλίζεις | αιματοκυλάτε & αιματοκυλίζετε |
Γ | αιματοκυλά & αιματοκυλίζει & αιματοκυλάει προφ. | αιματοκυλίζουν & αιματοκυλούν & αιματοκυλάν προφ. & αιματοκυλάνε προφ. & αιματοκυλίζουνε προφ. & αιματοκυλούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αιματοκύλιζε & αιματοκύλαγε προφ. | αιματοκυλάτε & αιματοκυλίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αιματοκυλίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκύλισα | αιματοκυλίσαμε |
Β | αιματοκύλισες | αιματοκυλίσατε |
Γ | αιματοκύλισε | αιματοκύλισαν & αιματοκυλίσαν προφ. & αιματοκυλίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλίσω | αιματοκυλίσουμε & αιματοκυλίσομε διαλ. |
Β | αιματοκυλίσεις | αιματοκυλίσετε |
Γ | αιματοκυλίσει | αιματοκυλίσουν & αιματοκυλίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αιματοκύλισε | αιματοκυλίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αιματοκυλίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλούσα & αιματοκύλαγα & αιματοκύλιζα | αιματοκυλάγαμε & αιματοκυλίζαμε & αιματοκυλούσαμε |
Β | αιματοκυλούσες & αιματοκύλαγες & αιματοκύλιζες | αιματοκυλάγατε & αιματοκυλίζατε & αιματοκυλούσατε |
Γ | αιματοκυλούσε & αιματοκύλαγε & αιματοκύλιζε | αιματοκυλούσαν & αιματοκύλαγαν & αιματοκύλιζαν & αιματοκυλάγαν προφ. & αιματοκυλάγανε προφ. & αιματοκυλίζαν προφ. & αιματοκυλίζανε προφ. & αιματοκυλούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλίζομαι & αιματοκυλιέμαι | αιματοκυλιζόμαστε & αιματοκυλιόμαστε |
Β | αιματοκυλίζεσαι & αιματοκυλιέσαι | αιματοκυλίζεστε & αιματοκυλιέστε & αιματοκυλιζόσαστε προφ. & αιματοκυλιόσαστε προφ. |
Γ | αιματοκυλίζεται & αιματοκυλιέται | αιματοκυλίζονται & αιματοκυλιούνται & αιματοκυλιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αιματοκυλίζεστε & αιματοκυλιέστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλίστηκα | αιματοκυλιστήκαμε |
Β | αιματοκυλίστηκες | αιματοκυλιστήκατε |
Γ | αιματοκυλίστηκε | αιματοκυλίστηκαν & αιματοκυλιστήκαν προφ. & αιματοκυλιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλιστώ | αιματοκυλιστούμε |
Β | αιματοκυλιστείς | αιματοκυλιστείτε |
Γ | αιματοκυλιστεί | αιματοκυλιστούν & αιματοκυλιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αιματοκυλίσου | αιματοκυλιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αιματοκυλιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αιματοκυλιζόμουν & αιματοκυλιόμουν & αιματοκυλιζόμουνα προφ. & αιματοκυλιόμουνα προφ. | αιματοκυλιζόμασταν & αιματοκυλιζόμαστε & αιματοκυλιόμασταν & αιματοκυλιόμαστε |
Β | αιματοκυλιζόσουν & αιματοκυλιόσουν & αιματοκυλιζόσουνα προφ. & αιματοκυλιόσουνα προφ. | αιματοκυλιζόσασταν & αιματοκυλιόσασταν & αιματοκυλιζόσαστε προφ. & αιματοκυλιόσαστε προφ. |
Γ | αιματοκυλιζόταν & αιματοκυλιόταν & αιματοκυλιζότανε προφ. & αιματοκυλιότανε προφ. | αιματοκυλίζονταν & αιματοκυλιούνταν & αιματοκυλιόνταν & αιματοκυλιζόντανε προφ. & αιματοκυλιζόντουσαν προφ. & αιματοκυλιόντανε προφ. & αιματοκυλιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αιματοκυλισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αιματοκυλίζω & αιματοκυλάω ρήμ.
Σ: σφάζω1, σφαγιάζω2 λόγ., μακελεύω λαϊκ.
Προθήματα - Επιθήματα
αιματο- [emato]
αιματό- [emató] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από τη γενική αίματος του ουσιαστικού αίμα.
1. Σχέση με το αίμα
Το αιματο- σχηματίζει λέξεις που έχουν σχέση με το αίμα. Για παράδειγμα, ο αιματοβαμμένος είναι αυτός που έχει βαφτεί με αίμα.
αιματοκύλισμα | αιματοβαμμένος, -η, -ο | αιματοκυλάω |
αιματοφοβία | αιματόβρεχτος, -η, -ο | αιματοκυλίζω |
αιματοχυσία | | |
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Σχηματίζει και λέξεις από το λεξιλόγιο της ιατρικής που έχουν σχέση με το αίμα και τις παθήσεις που σχετίζονται με αυτό.
αιματοκήλη
αιματολογικός, -ή, -ό
αιματοκρίτης
αιματουρία
✔ Ορισμένες λέξεις με αιματο- σχηματίζονται εναλλακτικά και με το λαϊκότερο αʹ συστατικό ματο- (π.χ. αιματοβαμμένος - ματοβαμμένος).
ματοκύλισμα
ματοβαμμένος, -η, -ο
ματοκυλάω
ματόβρεχτος, -η, -ο
⇨ Από το ουσιαστικό αίμα έχει σχηματιστεί και το αʹ συστατικό αιμο-*.