Λεξισκόπιο: αγγίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αγ-γί-ζω

Μορφολογία

αγγίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγίζωαγγίζουμε & αγγίζομε διαλ.
Βαγγίζειςαγγίζετε
Γαγγίζειαγγίζουν & αγγίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάγγιζεαγγίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαγγίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάγγιξααγγίξαμε
Βάγγιξεςαγγίξατε
Γάγγιξεάγγιξαν & αγγίξαν προφ. & αγγίξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγίξωαγγίξουμε & αγγίξομε διαλ.
Βαγγίξειςαγγίξετε
Γαγγίξειαγγίξουν & αγγίξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάγγιξεαγγίξετε & αγγίξτε & αγγίχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαγγίξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάγγιζααγγίζαμε
Βάγγιζεςαγγίζατε
Γάγγιζεάγγιζαν & αγγίζαν προφ. & αγγίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγίζομαιαγγιζόμαστε
Βαγγίζεσαιαγγίζεστε & αγγιζόσαστε προφ.
Γαγγίζεταιαγγίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαγγίζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγίχτηκααγγιχτήκαμε
Βαγγίχτηκεςαγγιχτήκατε
Γαγγίχτηκεαγγίχτηκαν & αγγιχτήκαν προφ. & αγγιχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγιχτώαγγιχτούμε
Βαγγιχτείςαγγιχτείτε
Γαγγιχτείαγγιχτούν & αγγιχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαγγίξουαγγιχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαγγιχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααγγιζόμουν & αγγιζόμουνα προφ. αγγιζόμασταν & αγγιζόμαστε
Βαγγιζόσουν & αγγιζόσουνα προφ. αγγιζόσασταν & αγγιζόσαστε προφ.
Γαγγιζόταν & αγγιζότανε προφ. αγγίζονταν & αγγιζόντανε προφ. & αγγιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαγγιγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αγγίζω ρήμ.

  1. Σπιάνω2, ακουμπάω2, ψηλαφίζω1, πασπατεύω1 προφ., ψαχουλεύω1
  2. Σπλησιάζω4, προσεγγίζω2: Η ομάδα άγγιξε την κορυφή του βαθμολογικού πίνακα.
  3. Σσυγκινώ1, ευαισθητοποιώ: Η ιστορία της τραυματισμένης φώκιας άγγιξε τους νησιώτες.
  4. Σενοχλώ1, δυσαρεστώ: Τα πικρά του λόγια δε μ' αγγίζουν.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.