Λεξισκόπιο: άπειρο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ά-πει-ρο

Μορφολογία

άπειρο ουσ. ουδ. μόνο ενικός

Ενικός
Ονομαστικήτοάπειρο
Γενικήτουαπείρου
Αιτιατικήτοάπειρο
Κλητική άπειρο

άπειρος1 επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοάπειροςοιάπειροι
Γενικήτουάπειρουτωνάπειρων
Αιτιατικήτονάπειροτουςάπειρους
Κλητική άπειρε άπειροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηάπειρηοιάπειρες
Γενικήτηςάπειρηςτωνάπειρων
Αιτιατικήτηνάπειρητιςάπειρες
Κλητική άπειρη άπειρες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοάπειροταάπειρα
Γενικήτουάπειρουτωνάπειρων
Αιτιατικήτοάπειροταάπειρα
Κλητική άπειρο άπειρα

άπειρος2 επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοάπειροςοιάπειροι
Γενικήτουάπειρουτωνάπειρων
Αιτιατικήτονάπειροτουςάπειρους
Κλητική άπειρε άπειροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηάπειρηοιάπειρες
Γενικήτηςάπειρηςτωνάπειρων
Αιτιατικήτηνάπειρητιςάπειρες
Κλητική άπειρη άπειρες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοάπειροταάπειρα
Γενικήτουάπειρουτωνάπειρων
Αιτιατικήτοάπειροταάπειρα
Κλητική άπειρο άπειρα

Συνώνυμα - Αντίθετα

άπειρο ουσ.

Σδιάστημα2, κενό1, χάος1


άπειρος1 επίθ.

Σάμαθος2, αμάθητος2, πρωτόπειρος: Είναι καινούριος στη δουλειά και άπειρος. Αέμπειρος, πεπειραμένος


άπειρος2 επίθ.

  1. Σαπέραντος1, απεριόριστος2: άπειρη αγάπη Απεπερασμένος
  2. Σαμέτρητος: άπειρο πλήθος

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.