Lexiscope: χειρουργώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χει-ρουρ-γώ

Morphology

χειρουργώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχειρουργώχειρουργούμε
2ndχειρουργείςχειρουργείτε
3rdχειρουργείχειρουργούν & χειρουργούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndχειρουργείτε
Present-Participleχειρουργώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχειρούργησαχειρουργήσαμε
2ndχειρούργησεςχειρουργήσατε
3rdχειρούργησεχειρούργησαν & χειρουργήσαν oral. & χειρουργήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχειρουργήσωχειρουργήσουμε & χειρουργήσομε dial.
2ndχειρουργήσειςχειρουργήσετε
3rdχειρουργήσειχειρουργήσουν & χειρουργήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχειρούργησεχειρουργήσετε & χειρουργήστε
Simple past-Infinitiveχειρουργήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχειρουργούσαχειρουργούσαμε
2ndχειρουργούσεςχειρουργούσατε
3rdχειρουργούσεχειρουργούσαν & χειρουργούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχειρουργούμαιχειρουργούμαστε oral.
2ndχειρουργείσαιχειρουργείστε
3rdχειρουργείταιχειρουργούνται
Present-Imperative
Plural
2ndχειρουργείστε
Present-Participleχειρουργούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχειρουργήθηκαχειρουργηθήκαμε
2ndχειρουργήθηκεςχειρουργηθήκατε
3rdχειρουργήθηκεχειρουργήθηκαν & χειρουργηθήκαν oral. & χειρουργηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχειρουργηθώχειρουργηθούμε
2ndχειρουργηθείςχειρουργηθείτε
3rdχειρουργηθείχειρουργηθούν & χειρουργηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχειρουργήσουχειρουργηθείτε
Simple past-Infinitiveχειρουργηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχειρουργούμουν oral. χειρουργούμασταν oral. & χειρουργούμαστε oral.
2nd------
3rdχειρουργείτο learn. & χειρουργούνταν oral. χειρουργούντο learn. & χειρουργούνταν oral.
Present Perfect-Participleχειρουργημένος

Synonyms - Antonyms

χειρουργώ v.

Sεγχειρίζω2

Προθήματα - Επιθήματα

-ουργ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ουργ- αναφέρονται στην έννοια του ανθρώπινου έργου ή επιτεύγματος.Το συστατικό -ουργ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό έργον. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ουργώ [urγó]

Για παράδειγμα, μεγαλουργεί κάποιος όταν πραγματοποιεί σημαντικά κατορθώματα, ενώ ο γιατρός χειρουργεί κάποιον όταν του κάνει χειρουργική επέμβαση.

δημιουργώ, θαυματουργώ, ιερουργώ, κατακρεουργώ, λειτουργώ, μεγαλουργώ, ραδιουργώ, στιχουργώ, χειρουργώ

Ουσιαστικά

-ούργημα [úrjima]

Για παράδειγμα, κακούργημα είναι η εγκληματική πράξη, ενώ το τερατούργημα είναι μια πολύ άσχημη ή κακοφτιαγμένη κατασκευή.

ανοσιούργημα, αραβούργημα, αριστούργημα, δημιούργημα, κακούργημα, λειτούργημα, στιχούργημα, τερατούργημα, τεχνούργημα

-ουργία [urjía]

Για παράδειγμα, η μεταξουργία είναι η παραγωγή και επεξεργασία του μεταξιού.

αμπελουργία, δημιουργία, δραματουργία, ελαιουργία, λειτουργία, μεταξουργία, πανουργία, πυροτεχνουργία, ραδιουργία, σιδηρουργία, στιχουργία, τελετουργία, υφαντουργία, χαλυβουργία

-ουργός [urγós]

Για παράδειγμα, ο αμπελουργός καλλιεργεί αμπέλια, ενώ ο δραματουργός ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων.

αμαξουργός, αμπελουργός, αυτουργός, γναθοχειρουργός, δημιουργός, δραματουργός, καρδιοχειρουργός, μελισσουργός, μεταλλουργός, μεταξουργός, μηχανουργός, μουσουργός, ξυλουργός, οπλουργός, πρωθυπουργός, πυροτεχνουργός, σιδηρουργός, στιχουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός, τεχνουργός, υπουργός, υφυπουργός, χειρουργός

✔ Ο χειρουργός απαντά συνήθως ως χειρούργος. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής αναφέρεται ότι η μετακίνηση του τόνου στο χειρούργος οφείλεται σε επίδραση του λατινικού και ιταλικού τονισμού (chirurgo < chirurgus). Φαίνεται υπερβολικό να επιμένει κανείς στον τονισμό στη λήγουσα με μοναδικό επιχείρημα την αρχαιοελληνική προέλευση (χειρουργός).

Επίθετα

-ούργητος [úrγitos], -ούργητη, -ούργητο

Για παράδειγμα, αυτοδημιούργητος είναι αυτός που έχει πετύχει κοινωνικά ή οικονομικά αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις.

αδημιούργητος, αλειτούργητος, αυτοδημιούργητος, αχειρούργητος

✔ Τα περισσότερα από αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-ούργος [úrγos], -ούργα, -ούργο

Για παράδειγμα, ο κακούργος είναι αυτός που φέρεται με ιδιαίτερη σκληρότητα και απανθρωπιά.

κακούργος, πανούργος, ραδιούργος

-ουργός [urγós], -ουργός/-ουργή, -ουργό (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η γενεσιουργός αιτία ενός φαινομένου είναι αυτή που το δημιουργεί ή που το προκαλεί, ενώ λέμε ότι ένα φάρμακο είναι θαυματουργό όταν είναι πολύ αποτελεσματικό.

γενεσιουργός, θαυματουργός

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.