Lexiscope: φυσιολογικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

φυ-σι-ο-λο-γι-κός

Morphology

φυσιολογικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφυσιολογικόςοιφυσιολογικοί
Genitiveτουφυσιολογικούτωνφυσιολογικών
Accusativeτοφυσιολογικότουςφυσιολογικούς
Vocative φυσιολογικέ φυσιολογικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφυσιολογικήοιφυσιολογικές
Genitiveτηςφυσιολογικήςτωνφυσιολογικών
Accusativeτηφυσιολογικήτιςφυσιολογικές
Vocative φυσιολογική φυσιολογικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφυσιολογικόταφυσιολογικά
Genitiveτουφυσιολογικούτωνφυσιολογικών
Accusativeτοφυσιολογικόταφυσιολογικά
Vocative φυσιολογικό φυσιολογικά

φυσιολογικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφυσιολογικότεροςοιφυσιολογικότεροι
Genitiveτουφυσιολογικότερουτωνφυσιολογικότερων
Accusativeτοφυσιολογικότεροτουςφυσιολογικότερους
Vocative φυσιολογικότερε φυσιολογικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφυσιολογικότερηοιφυσιολογικότερες
Genitiveτηςφυσιολογικότερηςτωνφυσιολογικότερων
Accusativeτηφυσιολογικότερητιςφυσιολογικότερες
Vocative φυσιολογικότερη φυσιολογικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφυσιολογικότεροταφυσιολογικότερα
Genitiveτουφυσιολογικότερουτωνφυσιολογικότερων
Accusativeτοφυσιολογικότεροταφυσιολογικότερα
Vocative φυσιολογικότερο φυσιολογικότερα

φυσιολογικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφυσιολογικότατοςοιφυσιολογικότατοι
Genitiveτουφυσιολογικότατουτωνφυσιολογικότατων
Accusativeτοφυσιολογικότατοτουςφυσιολογικότατους
Vocative φυσιολογικότατε φυσιολογικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφυσιολογικότατηοιφυσιολογικότατες
Genitiveτηςφυσιολογικότατηςτωνφυσιολογικότατων
Accusativeτηφυσιολογικότατητιςφυσιολογικότατες
Vocative φυσιολογικότατη φυσιολογικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφυσιολογικότατοταφυσιολογικότατα
Genitiveτουφυσιολογικότατουτωνφυσιολογικότατων
Accusativeτοφυσιολογικότατοταφυσιολογικότατα
Vocative φυσιολογικότατο φυσιολογικότατα

Synonyms - Antonyms

φυσιολογικός adj.

Sφυσικός6, ομαλός2, κανονικός4, νορμάλ oral Aαφύσικος1


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.