Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
φι-λεύ-σπλα-χνος
φιλεύσπλαχνος adj.
Masculine |
| |||||||||||||||||||||||||
Feminine |
| |||||||||||||||||||||||||
Neuter |
|
φιλεύσπλαχνος adj.
S: συμπονετικός, σπλαχνικός oral, ελεήμων learn A: άπονος, άκαρδος
φιλο- [filo]
φιλό- [filó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
φιλ- [fil] και φίλ- [fíl] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο φίλος.
1. Υποστήριξη, εύνοια
Το φιλο- σχηματίζει λέξεις (συνήθως επίθετα) που δηλώνουν υποστήριξη ή εύνοια προς την ιδεολογία και τη συμπεριφορά που εκφράζει ένα πρόσωπο, ένας λαός, μια ομάδα ή ένα κίνημα. Για παράδειγμα, φιλεργατικός είναι αυτός που υποστηρίζει τους εργάτες και το εργατικό κίνημα· φιλοβασιλικός είναι αυτός που δείχνει εύνοια προς το θεσμό της βασιλείας.
2. Θετική στάση, αγάπη
Το φιλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν αρέσκεια και αγάπη προς ένα πράγμα, μια ιδιότητα ή μια κατάσταση. Για παράδειγμα, στο φίλεργο άνθρωπο αρέσει η εργασία· η φιλοπατρία είναι η αγάπη για την πατρίδα.
φιλανθρωπία | φιλαλήθης, -ης, -ες | φιλοδοξώ |
φιλαργυρία | φιλάνθρωπος, -η, -ο | φιλονικώ |
φιλαρέσκεια | φιλάργυρος, -η, -ο | φιλοξενώ |
φιλαρμονική | φιλάρεσκος, -η, -ο | φιλοσοφώ |
φιλαυτία | φιλειρηνικός, -ή, -ό | φιλοτεχνώ |
φιλέλληνας | φίλεργος, -η, -ο | φιλοτιμούμαι / φιλοτιμιέμαι |
φιλοδοξία | φιλεύσπλαχνος, -η, -ο | |
φιλοδώρημα | φιλήδονος, -η, -ο | |
φιλολογία | φιλήσυχος, -η, -ο | |
φιλονικία | φιλόδοξος, -η, -ο | |
φιλοπατρία | φιλόζωος, -η, -ο | |
φιλοσοφία | φιλοθεάμων, -ων, -ον | |
φιλότιμο | φιλομαθής, -ής, -ές | |
φιλοτομαρισμός | φιλόξενος, -η, -ο | |
φιλοφρόνηση | φιλοπόλεμος, -η, -ο | |
φιλοπρόοδος, -η, -ο | ||
φιλόπτωχος, -η, -ο | ||
φιλότιμος, -η, -ο | ||
φιλοχρήματος, -η, -ο |
ΑΝΤ Κάποια αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μισο-* (π.χ. φιλέλληνας ≠ μισέλληνας).
✔ Διαφορετική είναι η σημασία των επιθέτων φιλάσθενος (= που αρρωσταίνει εύκολα), φιλόστοργος (= που νιώθει στοργή), φιλοπερίεργος (= που είναι υπερβολικά περίεργος).
ευ- [ef] ή [ev]
εύ- [éf] ή [év] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα ευ (= καλά).
1. Εύκολα
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια γίνεται με ευκολία. Για παράδειγμα, κάτι ευανάγνωστο είναι εύκολο να διαβαστεί.
ευαισθησία | ευαίσθητος, -η, -ο |
ευκινησία | ευανάγνωστος, -η, -ο |
ευπάθεια | ευαπόδεικτος, -η, -ο |
ευπιστία | ευέλικτος, -η, -ο |
ευστροφία | ευέξαπτος, -η, -ο |
ευσυγκινησία | εύθραυστος, -η, -ο |
ευκίνητος, -η, -ο | |
ευπαθής, -ής, -ές | |
ευπροσάρμοστος, -η, -ο | |
εύστροφος, -η, -ο | |
ευσυγκίνητος, -η, -ο | |
εύφλεκτος, -η, -ο | |
εύχρηστος, -η, -ο |
ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευκίνητος ≠ δυσκίνητος).
2. Καλά, ευχάριστα
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι θετικό ή ευχάριστο. Για παράδειγμα, όταν υπάρχουν ευοίωνες προβλέψεις για ένα σχέδιο τότε όλα δείχνουν ότι θα πάει καλά.
ευθυμία | εύηχος, -η, -ο | ευπρεπίζω |
ευπρέπεια | εύθυμος, -η, -ο | ευωδιάζω |
ευστάθεια | εύμορφος, -η, -ο | |
ευφωνία | ευοίωνος, -η, -ο | |
ευωδία | εύοσμος, -η, -ο | |
ευπρεπής, -ής, -ές | ||
εύστοχος, -η, -ο | ||
ευσυνείδητος, -η, -ο | ||
εύφημος, -η, -ο (κυρίως στη φράση εύφημος μνεία) |
ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευθυμία ≠ δυσθυμία) ή με το α-* (π.χ. ευστάθεια ≠ αστάθεια).
3. Σε μεγάλο βαθμό
Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού σε υψηλό βαθμό. Για παράδειγμα, ο ευμεγέθης έχει μεγάλο μέγεθος.
ευπορία | ευειδής, -ής, -ές (= όμορφος) |
ευφυΐα | ευμεγέθης, -ης, -ες |
εύπορος, -η, -ο | |
εύσωμος, -η, -ο | |
ευτραφής, -ής, -ές | |
ευφυής, -ής, -ές |
✔ Αρχικά, η λέξη εύσωμος είχε τη σημασία αυτού που έχει όμορφο σώμα, και όχι του παχουλού και μεγαλόσωμου.
3 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται συνήθως με το αντι-* (π.χ. φιλολαϊκός ≠ αντιλαϊκός).