Lexiscope: φανατικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

φα-να-τι-κός

Morphology

φανατικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφανατικόςοιφανατικοί
Genitiveτουφανατικούτωνφανατικών
Accusativeτοφανατικότουςφανατικούς
Vocative φανατικέ φανατικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφανατικήοιφανατικές
Genitiveτηςφανατικήςτωνφανατικών
Accusativeτηφανατικήτιςφανατικές
Vocative φανατική φανατικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφανατικόταφανατικά
Genitiveτουφανατικούτωνφανατικών
Accusativeτοφανατικόταφανατικά
Vocative φανατικό φανατικά

φανατικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφανατικότεροςοιφανατικότεροι
Genitiveτουφανατικότερουτωνφανατικότερων
Accusativeτοφανατικότεροτουςφανατικότερους
Vocative φανατικότερε φανατικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφανατικότερηοιφανατικότερες
Genitiveτηςφανατικότερηςτωνφανατικότερων
Accusativeτηφανατικότερητιςφανατικότερες
Vocative φανατικότερη φανατικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφανατικότεροταφανατικότερα
Genitiveτουφανατικότερουτωνφανατικότερων
Accusativeτοφανατικότεροταφανατικότερα
Vocative φανατικότερο φανατικότερα

φανατικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφανατικότατοςοιφανατικότατοι
Genitiveτουφανατικότατουτωνφανατικότατων
Accusativeτοφανατικότατοτουςφανατικότατους
Vocative φανατικότατε φανατικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφανατικότατηοιφανατικότατες
Genitiveτηςφανατικότατηςτωνφανατικότατων
Accusativeτηφανατικότατητιςφανατικότατες
Vocative φανατικότατη φανατικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφανατικότατοταφανατικότατα
Genitiveτουφανατικότατουτωνφανατικότατων
Accusativeτοφανατικότατοταφανατικότατα
Vocative φανατικότατο φανατικότατα

Synonyms - Antonyms

φανατικός adj.

  1. Sμανιώδης: φανατικός καπνιστής
  2. Sφανατισμένος Aαφανάτιστος

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.