Lexiscope: υποκριτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

υ-πο-κρι-τι-κός

Morphology

υποκριτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeουποκριτικόςοιυποκριτικοί
Genitiveτουυποκριτικούτωνυποκριτικών
Accusativeτονυποκριτικότουςυποκριτικούς
Vocative υποκριτικέ υποκριτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηυποκριτικήοιυποκριτικές
Genitiveτηςυποκριτικήςτωνυποκριτικών
Accusativeτηνυποκριτικήτιςυποκριτικές
Vocative υποκριτική υποκριτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτουποκριτικόταυποκριτικά
Genitiveτουυποκριτικούτωνυποκριτικών
Accusativeτουποκριτικόταυποκριτικά
Vocative υποκριτικό υποκριτικά

υποκριτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeουποκριτικότεροςοιυποκριτικότεροι
Genitiveτουυποκριτικότερουτωνυποκριτικότερων
Accusativeτονυποκριτικότεροτουςυποκριτικότερους
Vocative υποκριτικότερε υποκριτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηυποκριτικότερηοιυποκριτικότερες
Genitiveτηςυποκριτικότερηςτωνυποκριτικότερων
Accusativeτηνυποκριτικότερητιςυποκριτικότερες
Vocative υποκριτικότερη υποκριτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτουποκριτικότεροταυποκριτικότερα
Genitiveτουυποκριτικότερουτωνυποκριτικότερων
Accusativeτουποκριτικότεροταυποκριτικότερα
Vocative υποκριτικότερο υποκριτικότερα

υποκριτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeουποκριτικότατοςοιυποκριτικότατοι
Genitiveτουυποκριτικότατουτωνυποκριτικότατων
Accusativeτονυποκριτικότατοτουςυποκριτικότατους
Vocative υποκριτικότατε υποκριτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηυποκριτικότατηοιυποκριτικότατες
Genitiveτηςυποκριτικότατηςτωνυποκριτικότατων
Accusativeτηνυποκριτικότατητιςυποκριτικότατες
Vocative υποκριτικότατη υποκριτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτουποκριτικότατοταυποκριτικότατα
Genitiveτουυποκριτικότατουτωνυποκριτικότατων
Accusativeτουποκριτικότατοταυποκριτικότατα
Vocative υποκριτικότατο υποκριτικότατα

Synonyms - Antonyms

υποκριτικός adj.

Sπροσποιητός, επιτηδευμένος, ιησουίτικος, φαρισαϊκός Aανυπόκριτος


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.