Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
υ-πε-ρε-κτι-μώ
υπερεκτιμώ v.
ACTIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | υπερεκτιμώντας | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | υπερεκτιμήσει | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
PASSIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | υπερεκτιμώμενος | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | υπερεκτιμηθεί | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
Present Perfect-Participle | υπερεκτιμημένος |
υπερεκτιμώ v.
S: υπερτιμώ2: Υπερεκτίμησα τις δυνατότητές του. A: υποτιμώ2
υπερ- [iper]
υπέρ- [ipér] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από την πρόθεση υπέρ.
1. Υπερβολικός βαθμός
Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται σε υπερβολικό βαθμό, πολύ περισσότερο από το κανονικό, το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο. Για παράδειγμα, υπερεκτιμάμε τις δυνάμεις μας όταν θεωρούμε ότι είμαστε πιο ικανοί απ' ό,τι είμαστε στην πραγματικότητα· ένα υπέρογκο ποσό είναι υπερβολικά μεγάλο.
υπεραπλούστευση | υπεραισιόδοξος, -η, -ο | υπεραγαπώ |
υπεραφθονία | υπεραυτόματος, -η, -ο | υπεραπλουστεύω |
υπερδιέγερση | υπέργηρος, -η, -ο | υπερεκτιμώ |
υπερένταση | υπέρλαμπρος, -η, -ο | υπερευχαριστώ |
υπερθέρμανση | υπέρογκος, -η, -ο | υπερθερμαίνω |
υπερκαταναλωτισμός | υπερπροστατευτικός, -ή, -ό | υπερκαλύπτω |
υπερκοστολόγηση | υπερσύγχρονος, -η, -ο | υπερλειτουργώ |
υπερλειτουργία | υπερτονίζω | |
υπερφόρτιση | υπερφορτίζω | |
υπερφόρτωση | υπερφορτώνω | |
υπερχρέωση | υπερχρεώνω |
2. Πάνω ή πέρα από κάτι
Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που εκφράζουν την έννοια του πάνω, πέρα ή έξω από κάτι. Για παράδειγμα, το υπέρθυρο είναι το πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, υπέργειος είναι ο σιδηρόδρομος που βρίσκεται έξω από τη γη, ενώ ένα υπερατλαντικό ταξίδι γίνεται προς ένα προορισμό που βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό.
υπέρθυρο | υπεραστικός, -ή, -ό | υπερβαίνω | υπεράνω |
υπερπέραν | υπερατλαντικός, -ή, -ό | υπερίπταμαι | |
υπέργειος, -α, -ο | υπέρκειμαι | ||
υπερπόντιος, -α, -ο | υπερπηδώ | ||
υπερσιβηρικός, -ή, -ό | υπερυψώνω |
✔ Πολλές λέξεις με το υπερ- έχουν μεταφορική σημασία.
υπεράνθρωπος | υπερηχητικός, -ή, -ό | υπερβάλλω |
υπερεγώ (ψυχολ.) | υπερκομματικός, -ή, -ό | υπερνικώ |
υπερρεαλισμός | υπερταξικός, -ή, -ό | |
υπερώνυμο (γραμμ.) | υπερφυσικός, -ή, -ό |
3. Υπεράσπιση, υποστήριξη
Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια γίνεται με στόχο να ενισχυθεί ή να ευνοηθεί κάποιος ή κάτι. Για παράδειγμα, όταν κανείς υπερψηφίζει μια απόφαση ψηφίζει θετικά και υποστηρίζει την πραγματοποίησή της.
υπεράσπιση | υπέρμαχος, -η, -ο | υπεραμύνομαι |
υπερασπιστής | υπερασπίζομαι | |
υπερψήφιση | υπερθεματίζω | |
υπερψηφίζω |
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το κατα-* (π.χ. υπερψηφίζω ≠ καταψηφίζω).
4. Υπεροχή, επικράτηση
Το υπερ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ανώτερο από κάτι άλλο σε ποιότητα, μέγεθος ή εξουσία. Για παράδειγμα, λέμε ότι στη φύση υπερισχύει πάντα ο πιο δυνατός.
υπερίσχυση | υπερέχω |
υπεροχή | υπερισχύω |
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό υπ-* σε λέξεις όπως υπ-έρυθρος, υπ-εργολαβία.
εκ- [ek]
έκ- [ék] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εξ- [eks] και έξ- [éks] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ.
1. Προς τα έξω
Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς τα έξω. Για παράδειγμα, όταν ένα τρένο εκτροχιάζεται βγαίνει έξω από την τροχιά του, ενώ με την εκπνοή αφήνουμε τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια μας.
εκπνοή | εκπαραθυρώνω |
εκροή | εκστομίζω |
εκφορά | εκσφενδονίζω |
εξαγωγή | εκτοξεύω |
εξιτήριο | εκτροχιάζω |
έξοδος | εξάγω |
εξέρχομαι |
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εισ-* (π.χ. εξέρχομαι ≠ εισέρχομαι, εκπνοή ≠ εισπνοή).
2. Εκτός ορίων
Το εκ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή κινείται εκτός κάποιων ορίων. Για παράδειγμα, μία έκνομη πράξη είναι έξω από το νόμο, παράνομη, ενώ όταν καταθέτουμε κάτι εκπρόθεσμα το καταθέτουμε μετά τη λήξη της προθεσμίας.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εν-* (π.χ. έκνομος ≠ έννομος, εκπρόθεσμος ≠ εμπρόθεσμος).
3. Απομάκρυνση, αφαίρεση
Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την απομάκρυνση ή την αφαίρεση ενός πράγματος από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, ο εκπατρισμός είναι η απομάκρυνση από την πατρίδα ή η εγκατάλειψή της· όταν κανείς εκριζώνει ένα δέντρο το αφαιρεί μαζί με τις ρίζες του από το έδαφος.
εκπατρισμός | εκθεμελιώνω |
εκπωμάτιση | εκθρονίζω |
εκφυλισμός | εκριζώνω |
εκχιονισμός | εκτοπίζω |
εκχύμωση | εκφορτώνω |
εξαερισμός | εκχερσώνω |
εξαέρωση |
4. Απόκτηση ιδιότητας
Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μεταβάλλεται αποκτώντας μια ιδιότητα που δεν είχε παλιότερα. Για παράδειγμα, με τον εκσυγχρονισμό κάτι παλιό αποκτά σύγχρονα χαρακτηριστικά· όταν εκλαϊκεύουμε μια επιστημονική θεωρία τη διατυπώνουμε με απλά λόγια για να την καταλαβαίνουν όλοι.
εκδημοκρατισμός | εκθηλύνω |
εκθήλυνση | εκκενώνω |
εκκένωση | εκλαϊκεύω |
εκλαΐκευση | εκλεπτύνω |
εκλατινισμός | εκμοντερνίζω |
εκλέπτυνση | εκπολιτίζω |
εκλογίκευση | εκσυγχρονίζω |
εκμοντερνισμός | εξαθλιώνω |
εκσυγχρονισμός | εξατμίζω |
εξαθλίωση | εξελληνίζω |
εξάτμιση | εξευρωπαΐζω |
εξελληνισμός | |
εξευρωπαϊσμός |
1 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το υπερ- σε αυτή τη σημασία συχνά γράφονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. υπερ-αγαπώ, υπερ-κοστολόγηση).
✔ Συχνά οι λέξεις με το υπερ- αποτελούν χαλαρά σύνθετα και προφέρονται με δευτερεύοντα τόνο [ipér] (π.χ. υπεραρκετός [ipérarketós]).
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Το υπερ- συνδυάζεται με ουσιαστικά προκειμένου να δηλώσει επιτατικά κάτι πλούσιο και εντυπωσιακό. Για παράδειγμα, ένα υπερθέαμα είναι ένα φαντασμαγορικό θέαμα στο θέατρο ή στον κινηματογράφο με πλούσια σκηνικά και κοστούμια, μουσική, χορό και πλήθος συντελεστών.
• (ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ιατρικής, οι λέξεις με το υπερ- δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το φυσιολογικό όριο. Για παράδειγμα, η υπέρταση είναι η πολύ υψηλή αρτηριακή πίεση.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το υπο-* (π.χ. υπερθερμία ≠ υποθερμία, υπερθυρεοειδισμός ≠ υποθυρεοειδισμός).
• (χημ.) Στο λεξιλόγιο της χημείας, οι λέξεις με το υπερ- δηλώνουν μεγαλύτερη από το κανονικό αναλογία σε οξυγόνο.
υπεράλας
υπερανθρακικός, -ή, -ό
υπεροξείδιο
υπερχλωρικός, -ή, -ό
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το υπο-* (π.χ. υπερχλωρικός ≠ υποχλωρικός).