Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
υ-δρο-κυ-ά-νι-ο
υδροκυάνιο n. neut.
|
υδρο- [iδro]
υδρό- [iδró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
υδρ- [iδr] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το θέμα υδρ- του αρχαίου ουσιαστικού ύδωρ (= νερό).
1. Αναφορά στο νερό
Το υδρο- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο νερό. Για παράδειγμα, ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο χρησιμοποιεί το νερό για να παράγει ηλεκτρική ενέργεια, ενώ υδρομασάζ είναι το μασάζ που γίνεται με την εκτόξευση νερού στο σώμα.
υδραγωγείο | υδροηλεκτρικός, -ή, -ό | υδροδοτώ |
υδραγωγός | υδρόφιλος, -η, -ο | |
υδραντλία | υδρόφοβος, -η, -ο | |
υδρατμός | υδροφόρος, -α, -ο | |
υδραυλικός | υδρόψυκτος, -η, -ο | |
υδρόγειος | ||
υδρογόνο (χημ.) | ||
υδροδότηση | ||
υδροθεραπεία | ||
υδρόλυση (χημ.) | ||
υδρομασάζ | ||
υδρόμελο | ||
υδρόμυλος | ||
υδροπλάνο | ||
υδρορρόη / υδρορροή | ||
υδροστρόβιλος (τεχνολ.) | ||
υδρόσφαιρα | ||
υδροσωλήνας | ||
υδροφιλία | ||
υδροφοβία (ιατρ.) | ||
υδρόχρωμα |
2. Αναφορά σε υγρό
(επιστημ.) Στο λεξιλόγιο της φυσικής και της τεχνολογίας, το υδρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην υγρή μορφή της ύλης. Για παράδειγμα, η υδροδυναμική είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τους νόμους σχετικά με την κίνηση των υγρών.
υδροδυναμική | υδροδυναμικός, -ή, -ό |
υδροκινητήρας | υδρομηχανικός, -ή, -ό |
υδροστατικός, -ή, -ό |
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το υδρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στη κατακράτηση υγρών σε ορισμένο μέρος του σώματος. Για παράδειγμα, η υδρονέφρωση είναι η κατακράτηση ούρων στο νεφρό λόγω παθολογικής αιτίας.
3. Αναφορά στο υδρογόνο
(χημ.) Στο λεξιλόγιο της χημείας, το υδρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο υδρογόνο και στις χημικές ενώσεις του. Για παράδειγμα, το υδροχλώριο είναι χημική ένωση υδρογόνου και χλωρίου.
⇨ Από το ουσιαστικό ύδωρ έχει σχηματιστεί και το αʹ συστατικό υδατο-*.
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Το υδρο- σχηματίζει επιστημονικές λέξεις που δηλώνουν ότι το φυσικό περιβάλλον ενός ζώου ή φυτού είναι το νερό. Για παράδειγμα, τα υδρόβια φίδια ζουν σε ποτάμια ή λίμνες, ενώ υδροχαρή ονομάζονται τα φυτά που φυτρώνουν στο νερό (όπως νούφαρα κ.ά.).
υδρόζωα
υδρόβιος, -α, -ο
υδροχαρής, -ής, -ές