Lexiscope: τετραπέρατος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

τε-τρα-πέ-ρα-τος

Morphology

τετραπέρατος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτετραπέρατοςοιτετραπέρατοι
Genitiveτουτετραπέρατουτωντετραπέρατων
Accusativeτοντετραπέρατοτουςτετραπέρατους
Vocative τετραπέρατε τετραπέρατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητετραπέρατηοιτετραπέρατες
Genitiveτηςτετραπέρατηςτωντετραπέρατων
Accusativeτηντετραπέρατητιςτετραπέρατες
Vocative τετραπέρατη τετραπέρατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτετραπέρατοτατετραπέρατα
Genitiveτουτετραπέρατουτωντετραπέρατων
Accusativeτοτετραπέρατοτατετραπέρατα
Vocative τετραπέρατο τετραπέρατα

Synonyms - Antonyms

τετραπέρατος adj.

Sπανέξυπνος, φωστήρας1

Προθήματα - Επιθήματα

τετρα- [tetra]

τετρά- [tetrá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
τετρ- [tetr] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το αριθμητικό τέσσερα.

1. Τέσσερα μέρη

Το τετρα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποτελείται από τέσσερα όμοια μέρη. Για παράδειγμα, ένας τετραψήφιος αριθμός έχει τέσσερα ψηφία.

τετραετία

τετράγωνος, -η, -ο

τετραευαγγέλιο (εκκλ.)

τετραήμερος, -η, -ο

τετράμετρο

τετραθέσιος, -α, -ο

τετραπληγία (ιατρ.)

τετράκλινος, -η, -ο

τετραφωνία

τετρακύλινδρος, -η, -ο

τετραχρωμία

τετραμερής, -ής, -ές

τετράποδος, -η, -ο

τετράπορτος, -η, -ο

τετράστιχος, -η, -ο

τετράστυλος, -η, -ο

τετρατάξιος, -α, -ο

τετράτροχος, -η, -ο

τετραψήφιος, -α, -ο

τετραώροφος, -η, -ο

✔ Η λέξη τέθριππο (= είδος αρχαίου άρματος που έσερναν τέσσερα άλογα) σχηματίστηκε από το τετρα- και το ουσιαστικό ίππος (με δασυνόμενο /ι/, εξ ου και η παρουσία του /θ/ στο αʹ συστατικό).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. ημι-*, μισο-*, μονο-*, δι-*, τρι-*, πεντα-*, δεκα-*, χιλιο-*.

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το τετρα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή μια ιδιότητα υπάρχει σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, ένα τετράπαχο ζώο είναι πάρα πολύ παχύ, ενώ ο τετραπέρατος είναι ο πάρα πολύ έξυπνος.

τετράξανθος, -η, -ο, τετράπαχος, -η, -ο, τετραπέρατος, -η, -ο, τετράπλατος, -η, -ο (σπάνιο), τετράψηλος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τρι-*, χιλιο-*.


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.