Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
ταυ-τό-χρο-νος
ταυτόχρονος adj.
Masculine |
| |||||||||||||||||||||||||
Feminine |
| |||||||||||||||||||||||||
Neuter |
|
ταυτόχρονος adj.
ταυτο- [tafto]
ταυτό- [taftó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ταυτ- [taft] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από την αρχαία αντωνυμία ταυτόν (< το αυτόν).
1. Ταύτιση
Το ταυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. ως προς ένα χαρακτηριστικό τους. Για παράδειγμα, δύο ταυτόχρονες πράξεις συμβαίνουν την ίδια χρονική στιγμή· όταν κάποιος μιλάει με ταυτολογίες τότε λέει τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια ή επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.
ταυτοπάθεια | ταυτάριθμος, -η, -ο |
ταυτοπροσωπία | ταυτοπρόσωπος, -η, -ο |
ταυτοφωνία (μουσ.) | ταυτόσημος, -η, -ο |
ταυτωνυμία | ταυτόχρονος, -η, -ο |
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Οι λέξεις ταυτοποιώ και ταυτοποίηση έχουν διαφορετική σημασία: όταν κανείς ταυτοποιεί έναν άγνωστο άνθρωπο ή ένα άγνωστο πράγμα, μαθαίνει τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του.
⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ομο-* (π.χ. ομόχρονος).
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ετερο-* (π.χ. ταυτοπροσωπία ≠ ετεροπροσωπία).