Lexiscope: ταπεινός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

τα-πει-νός

Morphology

ταπεινός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοταπεινόςοιταπεινοί
Genitiveτουταπεινούτωνταπεινών
Accusativeτονταπεινότουςταπεινούς
Vocative ταπεινέ ταπεινοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηταπεινήοιταπεινές
Genitiveτηςταπεινήςτωνταπεινών
Accusativeτηνταπεινήτιςταπεινές
Vocative ταπεινή ταπεινές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοταπεινόταταπεινά
Genitiveτουταπεινούτωνταπεινών
Accusativeτοταπεινόταταπεινά
Vocative ταπεινό ταπεινά

ταπεινότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοταπεινότεροςοιταπεινότεροι
Genitiveτουταπεινότερουτωνταπεινότερων
Accusativeτονταπεινότεροτουςταπεινότερους
Vocative ταπεινότερε ταπεινότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηταπεινότερηοιταπεινότερες
Genitiveτηςταπεινότερηςτωνταπεινότερων
Accusativeτηνταπεινότερητιςταπεινότερες
Vocative ταπεινότερη ταπεινότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοταπεινότεροταταπεινότερα
Genitiveτουταπεινότερουτωνταπεινότερων
Accusativeτοταπεινότεροταταπεινότερα
Vocative ταπεινότερο ταπεινότερα

ταπεινότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοταπεινότατοςοιταπεινότατοι
Genitiveτουταπεινότατουτωνταπεινότατων
Accusativeτονταπεινότατοτουςταπεινότατους
Vocative ταπεινότατε ταπεινότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηταπεινότατηοιταπεινότατες
Genitiveτηςταπεινότατηςτωνταπεινότατων
Accusativeτηνταπεινότατητιςταπεινότατες
Vocative ταπεινότατη ταπεινότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοταπεινότατοταταπεινότατα
Genitiveτουταπεινότατουτωνταπεινότατων
Accusativeτοταπεινότατοταταπεινότατα
Vocative ταπεινότατο ταπεινότατα

Synonyms - Antonyms

ταπεινός adj.

  1. Sταπεινόφρων learn Aαλαζονικός, υπεροπτικός
  2. Sφτωχός: ένας ταπεινός χωριάτης
  3. Sτιποτένιος2, ευτελής2, ποταπός: ταπεινά κίνητρα

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.