Lexiscope: τέλειο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

τέ-λει-ο

Morphology

τέλειος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτέλειοςοιτέλειοι
Genitiveτουτέλειουτωντέλειων
Accusativeτοντέλειοτουςτέλειους
Vocative τέλειε τέλειοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητέλειαοιτέλειες
Genitiveτηςτέλειαςτωντέλειων
Accusativeτηντέλειατιςτέλειες
Vocative τέλεια τέλειες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτέλειοτατέλεια
Genitiveτουτέλειουτωντέλειων
Accusativeτοτέλειοτατέλεια
Vocative τέλειο τέλεια

τελειότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτελειότεροςοιτελειότεροι
Genitiveτουτελειότερουτωντελειότερων
Accusativeτοντελειότεροτουςτελειότερους
Vocative τελειότερε τελειότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητελειότερηοιτελειότερες
Genitiveτηςτελειότερηςτωντελειότερων
Accusativeτηντελειότερητιςτελειότερες
Vocative τελειότερη τελειότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτελειότεροτατελειότερα
Genitiveτουτελειότερουτωντελειότερων
Accusativeτοτελειότεροτατελειότερα
Vocative τελειότερο τελειότερα

τελειότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτελειότατοςοιτελειότατοι
Genitiveτουτελειότατουτωντελειότατων
Accusativeτοντελειότατοτουςτελειότατους
Vocative τελειότατε τελειότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητελειότατηοιτελειότατες
Genitiveτηςτελειότατηςτωντελειότατων
Accusativeτηντελειότατητιςτελειότατες
Vocative τελειότατη τελειότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτελειότατοτατελειότατα
Genitiveτουτελειότατουτωντελειότατων
Accusativeτοτελειότατοτατελειότατα
Vocative τελειότατο τελειότατα

Synonyms - Antonyms

τέλειος adj.

  1. Sάψογος1: τέλεια εφαρμογή
  2. Sιδανικός1, ιδεώδης: τέλειος εραστής
  3. Sαπόλυτος1, ολοκληρωτικός1, πλήρης3: τέλεια καταστροφή
  4. Sολοκληρωμένος: τέλεια ανάπτυξη
  5.  MATH. Aατελής3

τέλειο n.

Sτελειότητα Aατέλεια2


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.