Lexiscope: συνεχίζεται

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-νε-χί-ζε-ται

Morphology

συνεχίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυνεχίζωσυνεχίζουμε & συνεχίζομε dial.
2ndσυνεχίζειςσυνεχίζετε
3rdσυνεχίζεισυνεχίζουν & συνεχίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndσυνέχιζεσυνεχίζετε
Present-Participleσυνεχίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυνέχισασυνεχίσαμε
2ndσυνέχισεςσυνεχίσατε
3rdσυνέχισεσυνέχισαν & συνεχίσαν oral. & συνεχίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυνεχίσωσυνεχίσουμε & συνεχίσομε dial.
2ndσυνεχίσειςσυνεχίσετε
3rdσυνεχίσεισυνεχίσουν & συνεχίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυνέχισεσυνεχίστε
Simple past-Infinitiveσυνεχίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυνέχιζασυνεχίζαμε
2ndσυνέχιζεςσυνεχίζατε
3rdσυνέχιζεσυνέχιζαν & συνεχίζαν oral. & συνεχίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυνεχίζομαισυνεχιζόμαστε
2ndσυνεχίζεσαισυνεχίζεστε & συνεχιζόσαστε oral.
3rdσυνεχίζεταισυνεχίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndσυνεχίζεστε
Present-Participleσυνεχιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυνεχίστηκα & συνεχίσθηκα learn. συνεχιστήκαμε & συνεχισθήκαμε learn.
2ndσυνεχίστηκες & συνεχίσθηκες learn. συνεχιστήκατε & συνεχισθήκατε learn.
3rdσυνεχίστηκε & συνεχίσθηκε learn. συνεχίστηκαν & συνεχίσθηκαν learn. & συνεχιστήκαν oral. & συνεχιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυνεχιστώ & συνεχισθώ learn. συνεχιστούμε & συνεχισθούμε learn.
2ndσυνεχιστείς & συνεχισθείς learn. συνεχιστείτε & συνεχισθείτε learn.
3rdσυνεχιστεί & συνεχισθεί learn. συνεχιστούν & συνεχισθούν learn. & συνεχισθούνε learn. & συνεχιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυνεχίσουσυνεχιστείτε & συνεχισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveσυνεχιστεί & συνεχισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυνεχιζόμουν & συνεχιζόμουνα oral. συνεχιζόμασταν & συνεχιζόμαστε
2ndσυνεχιζόσουν & συνεχιζόσουνα oral. συνεχιζόσασταν & συνεχιζόσαστε oral.
3rdσυνεχιζόταν & συνεχιζότανε oral. συνεχίζονταν & συνεχιζόντανε oral. & συνεχιζόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

συνεχίζω v.

  1. Sεξακολουθώ: Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω.
  2. Sξαναρχίζω: Θα κάνουμε ένα διάλειμμα και θα συνεχίσουμε.
  3. Sπαρατείνω1, μακραίνω2: Θα συνεχίσετε τη συζήτηση;

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.