Lexiscope: συμπτωματικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-μπτω-μα-τι-κός

Morphology

συμπτωματικός1 adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσυμπτωματικόςοισυμπτωματικοί
Genitiveτουσυμπτωματικούτωνσυμπτωματικών
Accusativeτοσυμπτωματικότουςσυμπτωματικούς
Vocative συμπτωματικέ συμπτωματικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeησυμπτωματικήοισυμπτωματικές
Genitiveτηςσυμπτωματικήςτωνσυμπτωματικών
Accusativeτησυμπτωματικήτιςσυμπτωματικές
Vocative συμπτωματική συμπτωματικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσυμπτωματικότασυμπτωματικά
Genitiveτουσυμπτωματικούτωνσυμπτωματικών
Accusativeτοσυμπτωματικότασυμπτωματικά
Vocative συμπτωματικό συμπτωματικά

συμπτωματικός2 adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσυμπτωματικόςοισυμπτωματικοί
Genitiveτουσυμπτωματικούτωνσυμπτωματικών
Accusativeτοσυμπτωματικότουςσυμπτωματικούς
Vocative συμπτωματικέ συμπτωματικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeησυμπτωματικήοισυμπτωματικές
Genitiveτηςσυμπτωματικήςτωνσυμπτωματικών
Accusativeτησυμπτωματικήτιςσυμπτωματικές
Vocative συμπτωματική συμπτωματικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσυμπτωματικότασυμπτωματικά
Genitiveτουσυμπτωματικούτωνσυμπτωματικών
Accusativeτοσυμπτωματικότασυμπτωματικά
Vocative συμπτωματικό συμπτωματικά

Synonyms - Antonyms

συμπτωματικός1 adj.

Sτυχαίος1: Η συνάντησή μας ήταν καθαρά συμπτωματική.


συμπτωματικός2 adj. MED.

Aασυμπτωματικός: Ο πυρετός είναι συμπτωματικός.


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.