Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
συ-μπε-ρι-λαμ-βά-νω
Morphology
συμπεριλαμβάνω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλαμβάνω | συμπεριλαμβάνουμε & συμπεριλαμβάνομε dial. |
2nd | συμπεριλαμβάνεις | συμπεριλαμβάνετε |
3rd | συμπεριλαμβάνει | συμπεριλαμβάνουν & συμπεριλαμβάνουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | συμπεριλάμβανε | συμπεριλαμβάνετε |
|
Present-Participle | συμπεριλαμβάνοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριέλαβα | συμπεριλάβαμε |
2nd | συμπεριέλαβες | συμπεριλάβατε |
3rd | συμπεριέλαβε | συμπεριέλαβαν & συμπεριλάβαν oral. & συμπεριλάβανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλάβω | συμπεριλάβουμε & συμπεριλάβομε dial. |
2nd | συμπεριλάβεις | συμπεριλάβετε |
3rd | συμπεριλάβει | συμπεριλάβουν & συμπεριλάβουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | συμπερίλαβε | συμπεριλάβετε |
|
Simple past-Infinitive | συμπεριλάβει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλάμβανα | συμπεριλαμβάναμε |
2nd | συμπεριλάμβανες | συμπεριλαμβάνατε |
3rd | συμπεριλάμβανε | συμπεριλάμβαναν & συμπεριλαμβάναν oral. & συμπεριλαμβάνανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλαμβάνομαι | συμπεριλαμβανόμαστε |
2nd | συμπεριλαμβάνεσαι | συμπεριλαμβάνεστε & συμπεριλαμβανόσαστε oral. |
3rd | συμπεριλαμβάνεται | συμπεριλαμβάνονται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | συμπεριλαμβάνεστε |
|
Present-Participle | συμπεριλαμβανόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλήφθηκα | συμπεριληφθήκαμε |
2nd | συμπεριλήφθηκες | συμπεριληφθήκατε |
3rd | συμπεριλήφθηκε | συμπεριλήφθηκαν & συμπεριληφθήκαν oral. & συμπεριληφθήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριληφθώ | συμπεριληφθούμε |
2nd | συμπεριληφθείς | συμπεριληφθείτε |
3rd | συμπεριληφθεί | συμπεριληφθούν & συμπεριληφθούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Plural |
2nd | συμπεριληφθείτε |
|
Simple past-Infinitive | συμπεριληφθεί |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμπεριλαμβανόμουν & συμπεριλαμβανόμουνα oral. | συμπεριλαμβανόμασταν & συμπεριλαμβανόμαστε |
2nd | συμπεριλαμβανόσουν & συμπεριλαμβανόσουνα oral. | συμπεριλαμβανόσασταν & συμπεριλαμβανόσαστε oral. |
3rd | συμπεριλαμβανόταν & συμπεριλαμβανότανε oral. | συμπεριλαμβάνονταν & συμπεριλαμβανόντανε oral. & συμπεριλαμβανόντουσαν oral. |
|
Synonyms - Antonyms
συμπεριλαμβάνω v.
S: περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω: Στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και ο ΦΠΑ;
5 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.