Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
συμ-βου-λεύ-ω
Morphology
συμβουλεύω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλεύω | συμβουλεύουμε & συμβουλεύομε dial. |
2nd | συμβουλεύεις | συμβουλεύετε |
3rd | συμβουλεύει | συμβουλεύουν & συμβουλεύουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | συμβούλευε | συμβουλεύετε |
|
Present-Participle | συμβουλεύοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβούλευσα & συμβούλεψα | συμβουλέψαμε & συμβουλεύσαμε |
2nd | συμβούλευσες & συμβούλεψες | συμβουλέψατε & συμβουλεύσατε |
3rd | συμβούλευσε & συμβούλεψε | συμβούλευσαν & συμβούλεψαν & συμβουλέψαν oral. & συμβουλέψανε oral. & συμβουλεύσαν oral. & συμβουλεύσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλέψω & συμβουλεύσω | συμβουλέψουμε & συμβουλεύσουμε & συμβουλέψομε dial. & συμβουλεύσομε dial. |
2nd | συμβουλέψεις & συμβουλεύσεις | συμβουλέψετε & συμβουλεύσετε |
3rd | συμβουλέψει & συμβουλεύσει | συμβουλέψουν & συμβουλεύσουν & συμβουλέψουνε oral. & συμβουλεύσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | συμβούλευσε & συμβούλεψε | συμβουλέψτε & συμβουλεύσετε & συμβουλεύστε |
|
Simple past-Infinitive | συμβουλέψει & συμβουλεύσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβούλευα | συμβουλεύαμε |
2nd | συμβούλευες | συμβουλεύατε |
3rd | συμβούλευε | συμβούλευαν & συμβουλεύαν oral. & συμβουλεύανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλεύομαι | συμβουλευόμαστε |
2nd | συμβουλεύεσαι | συμβουλεύεστε & συμβουλευόσαστε oral. |
3rd | συμβουλεύεται | συμβουλεύονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | συμβουλευόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλεύτηκα & συμβουλεύθηκα learn. | συμβουλευτήκαμε & συμβουλευθήκαμε learn. |
2nd | συμβουλεύτηκες & συμβουλεύθηκες learn. | συμβουλευτήκατε & συμβουλευθήκατε learn. |
3rd | συμβουλεύτηκε & συμβουλεύθηκε learn. | συμβουλεύτηκαν & συμβουλευθήκανε learn. & συμβουλεύθηκαν learn. & συμβουλευτήκαν oral. & συμβουλευτήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλευτώ & συμβουλευθώ learn. | συμβουλευτούμε & συμβουλευθούμε learn. |
2nd | συμβουλευτείς & συμβουλευθείς learn. | συμβουλευτείτε & συμβουλευθείτε learn. |
3rd | συμβουλευτεί & συμβουλευθεί learn. | συμβουλευτούν & συμβουλευθούν learn. & συμβουλευθούνε learn. & συμβουλευτούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | συμβουλέψου & συμβουλεύσου | συμβουλευτείτε & συμβουλευθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | συμβουλευτεί & συμβουλευθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | συμβουλευόμουν & συμβουλευόμουνα oral. | συμβουλευόμασταν & συμβουλευόμαστε |
2nd | συμβουλευόσουν & συμβουλευόσουνα oral. | συμβουλευόσασταν & συμβουλευόσαστε oral. |
3rd | συμβουλευόταν & συμβουλευότανε oral. | συμβουλεύονταν & συμβουλευόντανε oral. & συμβουλευόντουσαν oral. |
|
Synonyms - Antonyms
συμβουλεύω v.
- S: νουθετώ learn, δασκαλεύω, καθοδηγώ2: Μας συμβούλεψε πώς να φερθούμε.
- S: προτρέπω, παροτρύνω: Σε συμβουλεύω να περιμένεις.
- S: υποδεικνύω3 learn, προτείνω2, συνιστώ21: Τι με συμβουλεύεις να κάνω;
συμβουλεύομαι
S: ανατρέχω2: Συμβουλευτείτε τις σημειώσεις σας.
8 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.