Lexiscope: συζητήσεις

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-ζη-τή-σεις

Morphology

συζήτηση n. fem.

SingularPlural
Nominativeησυζήτησηοισυζητήσεις
Genitiveτηςσυζήτησης & συζητήσεως learn. τωνσυζητήσεων
Accusativeτησυζήτησητιςσυζητήσεις
Vocative συζήτηση συζητήσεις

συζητάω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυζητώ & συζητάω oral. συζητάμε & συζητούμε
2ndσυζητάς & συζητείςσυζητάτε & συζητείτε
3rdσυζητά & συζητεί & συζητάει oral. συζητούν & συζητάν oral. & συζητάνε oral. & συζητούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndσυζήτα oral. & συζήταγε oral. συζητάτε & συζητείτε
Present-Participleσυζητώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυζήτησασυζητήσαμε
2ndσυζήτησεςσυζητήσατε
3rdσυζήτησεσυζήτησαν & συζητήσαν oral. & συζητήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυζητήσωσυζητήσουμε & συζητήσομε dial.
2ndσυζητήσειςσυζητήσετε
3rdσυζητήσεισυζητήσουν & συζητήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυζήτησε & συζήτα oral. συζητήσετε & συζητήστε
Simple past-Infinitiveσυζητήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυζητούσα & συζήταγα oral. συζητούσαμε & συζητάγαμε oral.
2ndσυζητούσες & συζήταγες oral. συζητούσατε & συζητάγατε oral.
3rdσυζητούσε & συζήταγε oral. συζητούσαν & συζήταγαν oral. & συζητάγαν oral. & συζητάγανε oral. & συζητούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυζητιέμαι & συζητούμαισυζητιόμαστε & συζητούμαστε
2ndσυζητείσαι & συζητιέσαισυζητείστε & συζητιέστε & συζητιόσαστε oral.
3rdσυζητείται & συζητιέταισυζητιούνται & συζητούνται & συζητιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndσυζητείστε & συζητιέστε
Present-Participleσυζητούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυζητήθηκασυζητηθήκαμε
2ndσυζητήθηκεςσυζητηθήκατε
3rdσυζητήθηκεσυζητήθηκαν & συζητηθήκαν oral. & συζητηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυζητηθώσυζητηθούμε
2ndσυζητηθείςσυζητηθείτε
3rdσυζητηθείσυζητηθούν & συζητηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυζητήσουσυζητηθείτε
Simple past-Infinitiveσυζητηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυζητιόμουν & συζητιόμουνα oral. συζητιόμασταν & συζητιόμαστε
2ndσυζητιόσουν & συζητιόσουνα oral. συζητιόσασταν & συζητιόσαστε oral.
3rdσυζητιόταν & συζητούνταν & συζητιότανε oral. συζητιούνταν & συζητιόνταν & συζητούνταν & συζητιόντανε oral. & συζητιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleσυζητημένος

Synonyms - Antonyms

συζήτηση n.

Sσυνομιλία, κουβέντα1, διάλογος1


συζητάω v.

  1. Sκουβεντιάζω1, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι learn, ανταλλάσσω απόψεις: Για ποιο θέμα συζητάτε;
  2. Sσχολιάζω3, κουτσομπολεύω: Δε μ' αρέσει να με συζητάνε.

συζητιέμαι

Sείμαι συζητήσιμος: Δε συζητιέται ο πατέρας σου!

συζητιέται

Sλέγεται, ψιθυρίζεται, φημολογείται, διαδίδεται1: Συζητιέται ότι θα παραιτηθεί.


8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.