Lexiscope: στραπατσάρω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

στρα-πα-τσά-ρω

Morphology

στραπατσάρω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stστραπατσάρωστραπατσάρουμε & στραπατσάρομε dial.
2ndστραπατσάρειςστραπατσάρετε
3rdστραπατσάρειστραπατσάρουν & στραπατσάρουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndστραπάτσαρε & στραπατσάριζεστραπατσάρετε
Present-Participleστραπατσάροντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stστραπάτσαρα & στραπατσάρισαστραπατσάραμε
2ndστραπάτσαρες & στραπατσάρισεςστραπατσάρατε
3rdστραπάτσαρε & στραπατσάρισεστραπάτσαραν & στραπατσάρισαν & στραπατσάραν oral. & στραπατσάρανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stστραπατσάρωστραπατσάρουμε & στραπατσάρομε dial.
2ndστραπατσάρειςστραπατσάρετε
3rdστραπατσάρειστραπατσάρουν & στραπατσάρουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndστραπάτσαρε & στραπατσάρισεστραπατσάρετε
Simple past-Infinitiveστραπατσάρει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stστραπάτσαρα & στραπατσάριζαστραπατσάραμε
2ndστραπάτσαρες & στραπατσάριζεςστραπατσάρατε
3rdστραπάτσαρε & στραπατσάριζεστραπάτσαραν & στραπατσάριζαν & στραπατσάρονταν & στραπατσάραν oral. & στραπατσάρανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stστραπατσάρομαιστραπατσαριζόμαστε
2ndστραπατσάρεσαιστραπατσάρεστε & στραπατσαριζόσαστε oral.
3rdστραπατσάρεταιστραπατσάρονται
Present-Imperative
Plural
2ndστραπατσάρεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stστραπατσαρίστηκαστραπατσαριστήκαμε
2ndστραπατσαρίστηκεςστραπατσαριστήκατε
3rdστραπατσαρίστηκεστραπατσαρίστηκαν & στραπατσαριστήκαν oral. & στραπατσαριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stστραπατσαριστώστραπατσαριστούμε
2ndστραπατσαριστείςστραπατσαριστείτε
3rdστραπατσαριστείστραπατσαριστούν & στραπατσαριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndστραπατσαρίσουστραπατσαριστείτε
Simple past-Infinitiveστραπατσαριστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stστραπατσαριζόμουν & στραπατσαριζόμουνα oral. στραπατσαριζόμασταν & στραπατσαριζόμαστε
2ndστραπατσαριζόσουν & στραπατσαριζόσουνα oral. στραπατσαριζόσασταν & στραπατσαριζόσαστε oral.
3rdστραπατσαριζόταν & στραπατσαριζότανε oral. στραπατσαρίζονταν & στραπατσαριζόντανε oral. & στραπατσαριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleστραπατσαρισμένος

Synonyms - Antonyms

στραπατσάρω v. oral

  1. Sτσαλακώνω2 oral: Το τρακάρισμα είχε σαν αποτέλεσμα να στραπατσάρει το καινούριο του αυτοκίνητο.
  2. Sεξευτελίζω, ταπεινώνω: Τέτοια ναυάγια στραπατσάρουν διεθνώς την εικόνα της ναυτιλίας μας.

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.