Lexiscope: σκανδαλίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

σκαν-δα-λί-ζω

Morphology

σκανδαλίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσκανδαλίζωσκανδαλίζουμε & σκανδαλίζομε dial.
2ndσκανδαλίζειςσκανδαλίζετε
3rdσκανδαλίζεισκανδαλίζουν & σκανδαλίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndσκανδάλιζεσκανδαλίζετε
Present-Participleσκανδαλίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσκανδάλισασκανδαλίσαμε
2ndσκανδάλισεςσκανδαλίσατε
3rdσκανδάλισεσκανδάλισαν & σκανδαλίσαν oral. & σκανδαλίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσκανδαλίσωσκανδαλίσουμε & σκανδαλίσομε dial.
2ndσκανδαλίσειςσκανδαλίσετε
3rdσκανδαλίσεισκανδαλίσουν & σκανδαλίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσκανδάλισεσκανδαλίστε
Simple past-Infinitiveσκανδαλίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσκανδάλιζασκανδαλίζαμε
2ndσκανδάλιζεςσκανδαλίζατε
3rdσκανδάλιζεσκανδάλιζαν & σκανδαλίζαν oral. & σκανδαλίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσκανδαλίζομαισκανδαλιζόμαστε
2ndσκανδαλίζεσαισκανδαλίζεστε & σκανδαλιζόσαστε oral.
3rdσκανδαλίζεταισκανδαλίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndσκανδαλίζεστε
Present-Participleσκανδαλιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσκανδαλίστηκα & σκανδαλίσθηκα learn. σκανδαλιστήκαμε & σκανδαλισθήκαμε learn.
2ndσκανδαλίστηκες & σκανδαλίσθηκες learn. σκανδαλιστήκατε & σκανδαλισθήκατε learn.
3rdσκανδαλίστηκε & σκανδαλίσθηκε learn. σκανδαλίστηκαν & σκανδαλίσθηκαν learn. & σκανδαλιστήκαν oral. & σκανδαλιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσκανδαλιστώ & σκανδαλισθώ learn. σκανδαλιστούμε & σκανδαλισθούμε learn.
2ndσκανδαλιστείς & σκανδαλισθείς learn. σκανδαλιστείτε & σκανδαλισθείτε learn.
3rdσκανδαλιστεί & σκανδαλισθεί learn. σκανδαλιστούν & σκανδαλισθούν learn. & σκανδαλισθούνε learn. & σκανδαλιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσκανδαλίσουσκανδαλιστείτε & σκανδαλισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveσκανδαλιστεί & σκανδαλισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσκανδαλιζόμουν & σκανδαλιζόμουνα oral. σκανδαλιζόμασταν & σκανδαλιζόμαστε
2ndσκανδαλιζόσουν & σκανδαλιζόσουνα oral. σκανδαλιζόσασταν & σκανδαλιζόσαστε oral.
3rdσκανδαλιζόταν & σκανδαλιζότανε oral. σκανδαλίζονταν & σκανδαλιζόντανε oral. & σκανδαλιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleσκανδαλισμένος

Synonyms - Antonyms

σκανδαλίζω v.

  1. Sβάζω σε πειρασμό, κολάζω1
  2. Sσοκάρω oral

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.