Lexiscope: σημαδεύω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ση-μα-δεύ-ω

Morphology

σημαδεύω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσημαδεύωσημαδεύουμε & σημαδεύομε dial.
2ndσημαδεύειςσημαδεύετε
3rdσημαδεύεισημαδεύουν & σημαδεύουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndσημάδευεσημαδεύετε
Present-Participleσημαδεύοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσημάδεψασημαδέψαμε
2ndσημάδεψεςσημαδέψατε
3rdσημάδεψεσημάδεψαν & σημαδέψαν oral. & σημαδέψανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσημαδέψωσημαδέψουμε & σημαδέψομε dial.
2ndσημαδέψειςσημαδέψετε
3rdσημαδέψεισημαδέψουν & σημαδέψουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσημάδεψεσημαδέψτε
Simple past-Infinitiveσημαδέψει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσημάδευασημαδεύαμε
2ndσημάδευεςσημαδεύατε
3rdσημάδευεσημάδευαν & σημαδεύαν oral. & σημαδεύανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσημαδεύομαισημαδευόμαστε
2ndσημαδεύεσαισημαδεύεστε & σημαδευόσαστε oral.
3rdσημαδεύεταισημαδεύονται
Present-Imperative
Plural
2ndσημαδεύεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσημαδεύτηκα & σημαδεύθηκα learn. σημαδευτήκαμε & σημαδευθήκαμε learn.
2ndσημαδεύτηκες & σημαδεύθηκες learn. σημαδευτήκατε & σημαδευθήκατε learn.
3rdσημαδεύτηκε & σημαδεύθηκε learn. σημαδεύτηκαν & σημαδεύθηκαν learn. & σημαδευτήκαν oral. & σημαδευτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσημαδευτώ & σημαδευθώ learn. σημαδευτούμε & σημαδευθούμε learn.
2ndσημαδευτείς & σημαδευθείς learn. σημαδευτείτε & σημαδευθείτε learn.
3rdσημαδευτεί & σημαδευθεί learn. σημαδευτούν & σημαδευθούν learn. & σημαδευθούνε learn. & σημαδευτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσημαδέψουσημαδευτείτε & σημαδευθείτε learn.
Simple past-Infinitiveσημαδευτεί & σημαδευθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσημαδευόμουν & σημαδευόμουνα oral. σημαδευόμασταν & σημαδευόμαστε
2ndσημαδευόσουν & σημαδευόσουνα oral. σημαδευόσασταν & σημαδευόσαστε oral.
3rdσημαδευόταν & σημαδευότανε oral. σημαδεύονταν & σημαδευόντανε oral. & σημαδευόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleσημαδεμένος

Synonyms - Antonyms

σημαδεύω v.

  1. Sσημειώνω1: Σημάδεψε τις σελίδες.
  2. Sμαρκάρω: σημαδεμένα χαρτιά
  3. Sχαρακώνω: Τον σημάδεψε με ξυράφι.
  4. Sσφραγίζω3: Αυτή η γυναίκα σημάδεψε τη ζωή μου.
  5. Sσκοπεύω2: Σημαδεύει καλά.

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.