Lexiscope: ρεαλιστικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ρε-α-λι-στι-κός

Morphology

ρεαλιστικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορεαλιστικόςοιρεαλιστικοί
Genitiveτουρεαλιστικούτωνρεαλιστικών
Accusativeτορεαλιστικότουςρεαλιστικούς
Vocative ρεαλιστικέ ρεαλιστικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρεαλιστικήοιρεαλιστικές
Genitiveτηςρεαλιστικήςτωνρεαλιστικών
Accusativeτηρεαλιστικήτιςρεαλιστικές
Vocative ρεαλιστική ρεαλιστικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορεαλιστικόταρεαλιστικά
Genitiveτουρεαλιστικούτωνρεαλιστικών
Accusativeτορεαλιστικόταρεαλιστικά
Vocative ρεαλιστικό ρεαλιστικά

ρεαλιστικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορεαλιστικότεροςοιρεαλιστικότεροι
Genitiveτουρεαλιστικότερουτωνρεαλιστικότερων
Accusativeτορεαλιστικότεροτουςρεαλιστικότερους
Vocative ρεαλιστικότερε ρεαλιστικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρεαλιστικότερηοιρεαλιστικότερες
Genitiveτηςρεαλιστικότερηςτωνρεαλιστικότερων
Accusativeτηρεαλιστικότερητιςρεαλιστικότερες
Vocative ρεαλιστικότερη ρεαλιστικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορεαλιστικότεροταρεαλιστικότερα
Genitiveτουρεαλιστικότερουτωνρεαλιστικότερων
Accusativeτορεαλιστικότεροταρεαλιστικότερα
Vocative ρεαλιστικότερο ρεαλιστικότερα

ρεαλιστικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορεαλιστικότατοςοιρεαλιστικότατοι
Genitiveτουρεαλιστικότατουτωνρεαλιστικότατων
Accusativeτορεαλιστικότατοτουςρεαλιστικότατους
Vocative ρεαλιστικότατε ρεαλιστικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρεαλιστικότατηοιρεαλιστικότατες
Genitiveτηςρεαλιστικότατηςτωνρεαλιστικότατων
Accusativeτηρεαλιστικότατητιςρεαλιστικότατες
Vocative ρεαλιστικότατη ρεαλιστικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορεαλιστικότατοταρεαλιστικότατα
Genitiveτουρεαλιστικότατουτωνρεαλιστικότατων
Accusativeτορεαλιστικότατοταρεαλιστικότατα
Vocative ρεαλιστικότατο ρεαλιστικότατα

Synonyms - Antonyms

ρεαλιστικός adj.

  1. Sνατουραλιστικός: ρεαλιστική απεικόνιση
  2. Sπραγματιστικός Aουτοπικός, ουτοπιστικός
  3. Sζωντανός3, παραστατικός: ρεαλιστική περιγραφή

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.