Lexiscope: προσχεδιασμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-σχε-δι-α-σμέ-νος

Morphology

προσχεδιάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδιάζωπροσχεδιάζουμε & προσχεδιάζομε dial.
2ndπροσχεδιάζειςπροσχεδιάζετε
3rdπροσχεδιάζειπροσχεδιάζουν & προσχεδιάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπροσχεδίαζεπροσχεδιάζετε
Present-Participleπροσχεδιάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδίασαπροσχεδιάσαμε
2ndπροσχεδίασεςπροσχεδιάσατε
3rdπροσχεδίασεπροσχεδίασαν & προσχεδιάσαν oral. & προσχεδιάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροσχεδιάσωπροσχεδιάσουμε & προσχεδιάσομε dial.
2ndπροσχεδιάσειςπροσχεδιάσετε
3rdπροσχεδιάσειπροσχεδιάσουν & προσχεδιάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροσχεδίασεπροσχεδιάσετε & προσχεδιάστε
Simple past-Infinitiveπροσχεδιάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδίαζαπροσχεδιάζαμε
2ndπροσχεδίαζεςπροσχεδιάζατε
3rdπροσχεδίαζεπροσχεδίαζαν & προσχεδιάζαν oral. & προσχεδιάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδιάζομαιπροσχεδιαζόμαστε
2ndπροσχεδιάζεσαιπροσχεδιάζεστε & προσχεδιαζόσαστε oral.
3rdπροσχεδιάζεταιπροσχεδιάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndπροσχεδιάζεστε
Present-Participleπροσχεδιαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδιάστηκα & προσχεδιάσθηκα learn. προσχεδιαστήκαμε & προσχεδιασθήκαμε learn.
2ndπροσχεδιάστηκες & προσχεδιάσθηκες learn. προσχεδιαστήκατε & προσχεδιασθήκατε learn.
3rdπροσχεδιάστηκε & προσχεδιάσθηκε learn. προσχεδιάστηκαν & προσχεδιάσθηκαν learn. & προσχεδιαστήκαν oral. & προσχεδιαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροσχεδιαστώ & προσχεδιασθώ learn. προσχεδιαστούμε & προσχεδιασθούμε learn.
2ndπροσχεδιαστείς & προσχεδιασθείς learn. προσχεδιαστείτε & προσχεδιασθείτε learn.
3rdπροσχεδιαστεί & προσχεδιασθεί learn. προσχεδιαστούν & προσχεδιασθούν learn. & προσχεδιασθούνε learn. & προσχεδιαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροσχεδιάσουπροσχεδιαστείτε & προσχεδιασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveπροσχεδιαστεί & προσχεδιασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροσχεδιαζόμουν & προσχεδιαζόμουνα oral. προσχεδιαζόμασταν & προσχεδιαζόμαστε
2ndπροσχεδιαζόσουν & προσχεδιαζόσουνα oral. προσχεδιαζόσασταν & προσχεδιαζόσαστε oral.
3rdπροσχεδιαζόταν & προσχεδιαζότανε oral. προσχεδιάζονταν & προσχεδιαζόντανε oral. & προσχεδιαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπροσχεδιασμένος

Synonyms - Antonyms

προσχεδιασμένος pp.

Sπρομελετημένος Aαπροσχεδίαστος2


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.