Lexiscope: προσγειωμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-σγει-ω-μέ-νος

Morphology

προσγειωμένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπροσγειωμένοςοιπροσγειωμένοι
Genitiveτουπροσγειωμένουτωνπροσγειωμένων
Accusativeτονπροσγειωμένοτουςπροσγειωμένους
Vocative προσγειωμένε προσγειωμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπροσγειωμένηοιπροσγειωμένες
Genitiveτηςπροσγειωμένηςτωνπροσγειωμένων
Accusativeτηνπροσγειωμένητιςπροσγειωμένες
Vocative προσγειωμένη προσγειωμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπροσγειωμένοταπροσγειωμένα
Genitiveτουπροσγειωμένουτωνπροσγειωμένων
Accusativeτοπροσγειωμένοταπροσγειωμένα
Vocative προσγειωμένο προσγειωμένα

προσγειώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροσγειώνωπροσγειώνουμε & προσγειώνομε dial.
2ndπροσγειώνειςπροσγειώνετε
3rdπροσγειώνειπροσγειώνουν & προσγειώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπροσγείωνεπροσγειώνετε
Present-Participleπροσγειώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροσγείωσαπροσγειώσαμε
2ndπροσγείωσεςπροσγειώσατε
3rdπροσγείωσεπροσγείωσαν & προσγειώσαν oral. & προσγειώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροσγειώσωπροσγειώσουμε & προσγειώσομε dial.
2ndπροσγειώσειςπροσγειώσετε
3rdπροσγειώσειπροσγειώσουν & προσγειώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροσγείωσεπροσγειώσετε & προσγειώστε
Simple past-Infinitiveπροσγειώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροσγείωναπροσγειώναμε
2ndπροσγείωνεςπροσγειώνατε
3rdπροσγείωνεπροσγείωναν & προσγειώναν oral. & προσγειώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροσγειώνομαιπροσγειωνόμαστε
2ndπροσγειώνεσαιπροσγειώνεστε & προσγειωνόσαστε oral.
3rdπροσγειώνεταιπροσγειώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndπροσγειώνεστε
Present-Participleπροσγειούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροσγειώθηκαπροσγειωθήκαμε
2ndπροσγειώθηκεςπροσγειωθήκατε
3rdπροσγειώθηκεπροσγειώθηκαν & προσγειωθήκαν oral. & προσγειωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροσγειωθώπροσγειωθούμε
2ndπροσγειωθείςπροσγειωθείτε
3rdπροσγειωθείπροσγειωθούν & προσγειωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροσγειώσουπροσγειωθείτε
Simple past-Infinitiveπροσγειωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροσγειωνόμουν & προσγειωνόμουνα oral. προσγειωνόμασταν & προσγειωνόμαστε
2ndπροσγειωνόσουν & προσγειωνόσουνα oral. προσγειωνόσασταν & προσγειωνόσαστε oral.
3rdπροσγειωνόταν & προσγειωνότανε oral. προσγειώνονταν & προσγειωνόντανε oral. & προσγειωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπροσγειωμένος

Synonyms - Antonyms

προσγειωμένος adj.

Sρεαλιστής Aαπροσγείωτος


προσγειώνω v.

Sπροσεδαφίζω Aαπογειώνω1

προσγειώνομαι

Aαεροβατώ, αιθεροβατώ learn

Προθήματα - Επιθήματα

προσ- [pros]

προσ- [proz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
πρόσ- [prós] ή [próz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση προς.

1. Προς ένα σημείο ή προορισμό

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς έναν προορισμό ή πλησιάζει σε κάποιο σημείο. Για παράδειγμα, ο πιλότος προσθαλασσώνει το αεροσκάφος όταν το οδηγεί ώστε να ακουμπήσει στην επιφάνεια της θάλασσας.

προσαγωγή (νομ.)

προσάγω (νομ.)

προσανατολισμός

προσανατολίζω

προσγείωση

προσγειώνω

προσεδάφιση

προσδένω

προσέλευση

προσεδαφίζω

προσθαλάσσωση

προσελκύω

πρόσκληση

προσέρχομαι

προσνήωση

προσθαλασσώνω

προσσελήνωση

προσκαλώ

προσλιμενίζομαι

προσσεληνώνω

προστρέχω

προσφεύγω

✔ Πολλές λέξεις με το προσ- έχουν αφηρημένη ή μεταφορική σημασία (π.χ. προσελκύω, προσάγω, προσφεύγω).

2. Μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται μπροστά, κοντά ή δίπλα σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο κάνει προσπέραση όταν αναπτύσσει ταχύτητα και περνάει μπροστά από κάποιο άλλο.

προσέγγιση

προσγεγραμμένος, -η, -ο (γραμμ.)

προσεγγίζω

προσπέραση

πρόσεδρος, -η, -ο

προσπερνάω/-ώ

προσπέρασμα

προσήλιος, -α, -ο

προσήνεμος, -η, -ο

3. Προσθήκη

Το προσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που υπάρχει ή γίνεται επιπλέον από αυτό που είναι το κανονικό ή το βασικό. Για παράδειγμα, όταν προσαυξάνω ένα ποσό προσθέτω μια επιπλέον αύξηση.

προσαύξηση

πρόσβαρος, -η, -ο

προσαποκτώ

προσμαρτυρία

προσαυξάνω

προσωνυμία

προσδίδω

προσθέτω

προσμαρτυρώ

προσμετράω/-ώ

προσυπογράφω

▶ Λέξεις με το προσ- έχουν και άλλες σημασίες, όπως μικρή διάρκεια (π.χ. πρόσκαιρος, προσωρινός), ομοιότητα (π.χ. προσομοιάζω, προσιδιάζω), σύμφωνη γνώμη με ομάδα (π.χ. πρόσκειμαι, προσχωρώ, προσεταιρίζομαι) κ.ά.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό προ-* σε λέξεις όπως προ-σεισμικός, πρό-σημο.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.