Lexiscope: προβληματίζομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-βλη-μα-τί-ζο-μαι

Morphology

προβληματίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροβληματίζωπροβληματίζουμε & προβληματίζομε dial.
2ndπροβληματίζειςπροβληματίζετε
3rdπροβληματίζειπροβληματίζουν & προβληματίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπροβλημάτιζεπροβληματίζετε
Present-Participleπροβληματίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροβλημάτισαπροβληματίσαμε
2ndπροβλημάτισεςπροβληματίσατε
3rdπροβλημάτισεπροβλημάτισαν & προβληματίσαν oral. & προβληματίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροβληματίσωπροβληματίσουμε & προβληματίσομε dial.
2ndπροβληματίσειςπροβληματίσετε
3rdπροβληματίσειπροβληματίσουν & προβληματίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροβλημάτισεπροβληματίσετε & προβληματίστε
Simple past-Infinitiveπροβληματίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροβλημάτιζαπροβληματίζαμε
2ndπροβλημάτιζεςπροβληματίζατε
3rdπροβλημάτιζεπροβλημάτιζαν & προβληματίζαν oral. & προβληματίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροβληματίζομαιπροβληματιζόμαστε
2ndπροβληματίζεσαιπροβληματίζεστε & προβληματιζόσαστε oral.
3rdπροβληματίζεταιπροβληματίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndπροβληματίζεστε
Present-Participleπροβληματιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροβληματίστηκα & προβληματίσθηκα learn. προβληματιστήκαμε & προβληματισθήκαμε learn.
2ndπροβληματίστηκες & προβληματίσθηκες learn. προβληματιστήκατε & προβληματισθήκατε learn.
3rdπροβληματίστηκε & προβληματίσθηκε learn. προβληματίστηκαν & προβληματίσθηκαν learn. & προβληματιστήκαν oral. & προβληματιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροβληματιστώ & προβληματισθώ learn. προβληματιστούμε & προβληματισθούμε learn.
2ndπροβληματιστείς & προβληματισθείς learn. προβληματιστείτε & προβληματισθείτε learn.
3rdπροβληματιστεί & προβληματισθεί learn. προβληματιστούν & προβληματισθούν learn. & προβληματισθούνε learn. & προβληματιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροβληματίσουπροβληματιστείτε & προβληματισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveπροβληματιστεί & προβληματισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροβληματιζόμουν & προβληματιζόμουνα oral. προβληματιζόμασταν & προβληματιζόμαστε
2ndπροβληματιζόσουν & προβληματιζόσουνα oral. προβληματιζόσασταν & προβληματιζόσαστε oral.
3rdπροβληματιζόταν & προβληματιζότανε oral. προβληματίζονταν & προβληματιζόντανε oral. & προβληματιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπροβληματισμένος

Synonyms - Antonyms

προβληματίζω v.

Sανησυχώ2: Με προβληματίζει η κατάσταση.

προβληματίζομαι

Sαναρωτιέμαι, διερωτώμαι learn


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.