Lexiscope: πολυπληθής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πο-λυ-πλη-θής

Morphology

πολυπληθής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυπληθήςοιπολυπληθείς
Genitiveτουπολυπληθούςτωνπολυπληθών
Accusativeτονπολυπληθήτουςπολυπληθείς
Vocative πολυπληθή & πολυπληθής πολυπληθείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυπληθήςοιπολυπληθείς
Genitiveτηςπολυπληθούςτωνπολυπληθών
Accusativeτηνπολυπληθήτιςπολυπληθείς
Vocative πολυπληθή & πολυπληθής πολυπληθείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυπληθέςταπολυπληθή
Genitiveτουπολυπληθούςτωνπολυπληθών
Accusativeτοπολυπληθέςταπολυπληθή
Vocative πολυπληθές πολυπληθή

πολυπληθέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυπληθέστεροςοιπολυπληθέστεροι
Genitiveτουπολυπληθέστερουτωνπολυπληθέστερων
Accusativeτονπολυπληθέστεροτουςπολυπληθέστερους
Vocative πολυπληθέστερε πολυπληθέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυπληθέστερηοιπολυπληθέστερες
Genitiveτηςπολυπληθέστερηςτωνπολυπληθέστερων
Accusativeτηνπολυπληθέστερητιςπολυπληθέστερες
Vocative πολυπληθέστερη πολυπληθέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυπληθέστεροταπολυπληθέστερα
Genitiveτουπολυπληθέστερουτωνπολυπληθέστερων
Accusativeτοπολυπληθέστεροταπολυπληθέστερα
Vocative πολυπληθέστερο πολυπληθέστερα

πολυπληθέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυπληθέστατοςοιπολυπληθέστατοι
Genitiveτουπολυπληθέστατουτωνπολυπληθέστατων
Accusativeτονπολυπληθέστατοτουςπολυπληθέστατους
Vocative πολυπληθέστατε πολυπληθέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυπληθέστατηοιπολυπληθέστατες
Genitiveτηςπολυπληθέστατηςτωνπολυπληθέστατων
Accusativeτηνπολυπληθέστατητιςπολυπληθέστατες
Vocative πολυπληθέστατη πολυπληθέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυπληθέστατοταπολυπληθέστατα
Genitiveτουπολυπληθέστατουτωνπολυπληθέστατων
Accusativeτοπολυπληθέστατοταπολυπληθέστατα
Vocative πολυπληθέστατο πολυπληθέστατα

Synonyms - Antonyms

πολυπληθής adj.

Sπολυάριθμος


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.