Lexiscope: πολυαγαπημένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πο-λυ-α-γα-πη-μέ-νος

Morphology

πολυαγαπημένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυαγαπημένοςοιπολυαγαπημένοι
Genitiveτουπολυαγαπημένουτωνπολυαγαπημένων
Accusativeτονπολυαγαπημένοτουςπολυαγαπημένους
Vocative πολυαγαπημένε πολυαγαπημένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυαγαπημένηοιπολυαγαπημένες
Genitiveτηςπολυαγαπημένηςτωνπολυαγαπημένων
Accusativeτηνπολυαγαπημένητιςπολυαγαπημένες
Vocative πολυαγαπημένη πολυαγαπημένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυαγαπημένοταπολυαγαπημένα
Genitiveτουπολυαγαπημένουτωνπολυαγαπημένων
Accusativeτοπολυαγαπημένοταπολυαγαπημένα
Vocative πολυαγαπημένο πολυαγαπημένα

πολυαγαπώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγαπάω & πολυαγαπώπολυαγαπάμε & πολυαγαπούμε
2ndπολυαγαπάςπολυαγαπάτε
3rdπολυαγαπά & πολυαγαπάειπολυαγαπάνε & πολυαγαπούν & πολυαγαπάν oral. & πολυαγαπούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπολυαγάπα oral. & πολυαγάπαγε oral. πολυαγαπάτε
Present-Participleπολυαγαπώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγάπησαπολυαγαπήσαμε
2ndπολυαγάπησεςπολυαγαπήσατε
3rdπολυαγάπησεπολυαγάπησαν & πολυαγαπήσαν oral. & πολυαγαπήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπολυαγαπήσωπολυαγαπήσουμε & πολυαγαπήσομε dial.
2ndπολυαγαπήσειςπολυαγαπήσετε
3rdπολυαγαπήσειπολυαγαπήσουν & πολυαγαπήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπολυαγάπησε & πολυαγάπα oral. πολυαγαπήσετε & πολυαγαπήστε
Simple past-Infinitiveπολυαγαπήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγάπαγα & πολυαγαπούσαπολυαγαπάγαμε & πολυαγαπούσαμε
2ndπολυαγάπαγες & πολυαγαπούσεςπολυαγαπάγατε & πολυαγαπούσατε
3rdπολυαγάπαγε & πολυαγαπούσεπολυαγάπαγαν & πολυαγαπούσαν & πολυαγαπάγαν oral. & πολυαγαπάγανε oral. & πολυαγαπούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγαπιέμαιπολυαγαπιόμαστε
2ndπολυαγαπιέσαιπολυαγαπιέστε & πολυαγαπιόσαστε oral.
3rdπολυαγαπιέταιπολυαγαπιούνται & πολυαγαπιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndπολυαγαπιέστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγαπήθηκαπολυαγαπηθήκαμε
2ndπολυαγαπήθηκεςπολυαγαπηθήκατε
3rdπολυαγαπήθηκεπολυαγαπήθηκαν & πολυαγαπηθήκαν oral. & πολυαγαπηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπολυαγαπηθώπολυαγαπηθούμε
2ndπολυαγαπηθείςπολυαγαπηθείτε
3rdπολυαγαπηθείπολυαγαπηθούν & πολυαγαπηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπολυαγαπήσουπολυαγαπηθείτε
Simple past-Infinitiveπολυαγαπηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπολυαγαπιόμουν & πολυαγαπιόμουνα oral. πολυαγαπιόμασταν & πολυαγαπιόμαστε
2ndπολυαγαπιόσουν & πολυαγαπιόσουνα oral. πολυαγαπιόσασταν & πολυαγαπιόσαστε oral.
3rdπολυαγαπιόταν & πολυαγαπιότανε oral. πολυαγαπιούνταν & πολυαγαπιόνταν & πολυαγαπιόντανε oral. & πολυαγαπιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπολυαγαπημένος

Synonyms - Antonyms

πολυαγαπημένος adj.

Sακριβαγάπητος, ακριβός4, λατρευτός

Προθήματα - Επιθήματα

πολυ- [poli]

πολύ- [polí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο πολύς.

1. Μεγάλη ποσότητα

Το πολυ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι περιέχει πολλά ίδια στοιχεία ή αποτελείται από πολλά όμοια μέρη. Για παράδειγμα, μια πολυσύλλαβη λέξη έχει πολλές συλλαβές.

πολυάνθρωπος, -η, -ο, πολυδιάστατος, -η, -ο, πολυλεκτικός, -ή, -ό, πολύμορφος, -η, -ο, πολυσύλλαβος, -η, -ο, πολύχορδος, -η, -ο, πολυψήφιος, -α, -ο, πολυώροφος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μονο-* (π.χ. πολυλεκτικόςμονολεκτικός).

2. Μεγάλος βαθμός

Το πολυ- σχηματίζει συνήθως επίθετα που δηλώνουν ότι μία κατάσταση ή μία ιδιότητα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, πολύπειρος είναι αυτός που έχει μεγάλη πείρα, ενώ πολυλογάς είναι αυτός που μιλάει πολύ.

πολυαγαπημένος, -η, -ο, πολύβουος, -η, -ο, πολυεύσπλαχνος, -η, -ο, πολυκαιρισμένος, -η, -ο (= παλιός, φθαρμένος), πολυλογάς, -ού, -άδικο, πολυμαθής, -ής, -ές, πολύπειρος, -η, -ο, πολυταξιδεμένος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το πολυ- χρησιμοποιείται σε λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το κανονικό και σύνηθες.

πολυαδενία, πολυαιμία, πολυαισθησία, πολυδιψία, πολυθηλία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ολιγο-* (π.χ. πολυαιμίαολιγαιμία, πολυδιψίαολιγοδιψία).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μεγάλο μέγεθος βλ. μεγα-*, μεγαλο-*.

3. Πολλές φορές

Το πολυ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση συμβαίνει πολλές φορές ή κατ' επανάληψη. Για παράδειγμα, ένα θεατρικό έργο είναι πολυπαιγμένο όταν έχει παιχτεί πολλές φορές.

πολυβραβευμένος, -η, -ο, πολυπαιγμένος, -η, -ο, πολυσυζητημένος, -η, -ο, πολυφορεμένος, -η, -ο

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. χιλιο-* (π.χ. χιλιοπαιγμένος).

4. Πολλές ιδιότητες

Το πολυ- σχηματίζει νέες λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες παρόμοιων με αυτό πραγμάτων ή ότι αποτελείται από πολλά πράγματα με παρόμοιες ιδιότητες. Για παράδειγμα, το πολυμηχάνημα είναι μια ενιαία ηλεκτρονική συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκτυπωτής, ως σαρωτής (σκάνερ) και ως φαξ· το πολυθέαμα είναι ένα σύνθετο θέαμα που συνδυάζει ταυτόχρονα τραγούδι, θέατρο, παντομίμα.

πολυαυτοκίνητο, πολυβιταμίνες, πολυθέαμα, πολυκατάστημα, πολυκλινική, πολυμηχάνημα, πολυμίξερ

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το πολυ- σε αυτή τη σημασία συχνά αποχωρίζονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. πολυ-μηχάνημα).

5. Λίγο ή σπάνια

Ορισμένα ρήματα σχηματίζονται με το πολυ- και συνδυάζονται υποχρεωτικά με ένα στοιχείο που δηλώνει άρνηση (π.χ. δεν, μην) για να δείξουν ότι αυτό που δηλώνουν συμβαίνει σε μικρό βαθμό ή σπάνια. Για παράδειγμα, κάποιος δεν πολυτρώει όταν τρώει λίγο.

(δεν) πολυκάθομαι, (δεν) πολυμιλάω, (δεν) πολυπεινάω, (δεν) πολυσκέφτομαι, (δεν) πολυτρώω, (δεν) πολυφωνάζω

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.