Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
πο-λυ-α-γα-πη-μέ-νος
πολυαγαπημένος adj.
Masculine |
| |||||||||||||||||||||||||
Feminine |
| |||||||||||||||||||||||||
Neuter |
|
πολυαγαπώ v.
ACTIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | πολυαγαπώντας | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | πολυαγαπήσει | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
PASSIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | πολυαγαπηθεί | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
Present Perfect-Participle | πολυαγαπημένος |
πολυαγαπημένος adj.
S: ακριβαγάπητος, ακριβός4, λατρευτός
πολυ- [poli]
πολύ- [polí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το επίθετο πολύς.
1. Μεγάλη ποσότητα
Το πολυ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι περιέχει πολλά ίδια στοιχεία ή αποτελείται από πολλά όμοια μέρη. Για παράδειγμα, μια πολυσύλλαβη λέξη έχει πολλές συλλαβές.
2. Μεγάλος βαθμός
Το πολυ- σχηματίζει συνήθως επίθετα που δηλώνουν ότι μία κατάσταση ή μία ιδιότητα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, πολύπειρος είναι αυτός που έχει μεγάλη πείρα, ενώ πολυλογάς είναι αυτός που μιλάει πολύ.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Το πολυ- χρησιμοποιείται σε λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το κανονικό και σύνηθες.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ολιγο-* (π.χ. πολυαιμία ≠ ολιγαιμία, πολυδιψία ≠ ολιγοδιψία).
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μεγάλο μέγεθος βλ. μεγα-*, μεγαλο-*.
3. Πολλές φορές
Το πολυ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση συμβαίνει πολλές φορές ή κατ' επανάληψη. Για παράδειγμα, ένα θεατρικό έργο είναι πολυπαιγμένο όταν έχει παιχτεί πολλές φορές.
⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. χιλιο-* (π.χ. χιλιοπαιγμένος).
4. Πολλές ιδιότητες
Το πολυ- σχηματίζει νέες λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες παρόμοιων με αυτό πραγμάτων ή ότι αποτελείται από πολλά πράγματα με παρόμοιες ιδιότητες. Για παράδειγμα, το πολυμηχάνημα είναι μια ενιαία ηλεκτρονική συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκτυπωτής, ως σαρωτής (σκάνερ) και ως φαξ· το πολυθέαμα είναι ένα σύνθετο θέαμα που συνδυάζει ταυτόχρονα τραγούδι, θέατρο, παντομίμα.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το πολυ- σε αυτή τη σημασία συχνά αποχωρίζονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. πολυ-μηχάνημα).
5. Λίγο ή σπάνια
Ορισμένα ρήματα σχηματίζονται με το πολυ- και συνδυάζονται υποχρεωτικά με ένα στοιχείο που δηλώνει άρνηση (π.χ. δεν, μην) για να δείξουν ότι αυτό που δηλώνουν συμβαίνει σε μικρό βαθμό ή σπάνια. Για παράδειγμα, κάποιος δεν πολυτρώει όταν τρώει λίγο.
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μονο-* (π.χ. πολυλεκτικός ≠ μονολεκτικός).