Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
πολ-λα-πλα-σι-ά-ζο-μαι
Morphology
πολλαπλασιάζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιάζω | πολλαπλασιάζουμε & πολλαπλασιάζομε dial. |
2nd | πολλαπλασιάζεις | πολλαπλασιάζετε |
3rd | πολλαπλασιάζει | πολλαπλασιάζουν & πολλαπλασιάζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πολλαπλασίαζε | πολλαπλασιάζετε |
|
Present-Participle | πολλαπλασιάζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασίασα | πολλαπλασιάσαμε |
2nd | πολλαπλασίασες | πολλαπλασιάσατε |
3rd | πολλαπλασίασε | πολλαπλασίασαν & πολλαπλασιάσαν oral. & πολλαπλασιάσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιάσω | πολλαπλασιάσουμε & πολλαπλασιάσομε dial. |
2nd | πολλαπλασιάσεις | πολλαπλασιάσετε |
3rd | πολλαπλασιάσει | πολλαπλασιάσουν & πολλαπλασιάσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πολλαπλασίασε | πολλαπλασιάσετε & πολλαπλασιάστε |
|
Simple past-Infinitive | πολλαπλασιάσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασίαζα | πολλαπλασιάζαμε |
2nd | πολλαπλασίαζες | πολλαπλασιάζατε |
3rd | πολλαπλασίαζε | πολλαπλασίαζαν & πολλαπλασιάζαν oral. & πολλαπλασιάζανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιάζομαι | πολλαπλασιαζόμαστε |
2nd | πολλαπλασιάζεσαι | πολλαπλασιάζεστε & πολλαπλασιαζόσαστε oral. |
3rd | πολλαπλασιάζεται | πολλαπλασιάζονται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | πολλαπλασιάζεστε |
|
Present-Participle | πολλαπλασιαζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιάστηκα & πολλαπλασιάσθηκα learn. | πολλαπλασιαστήκαμε & πολλαπλασιασθήκαμε learn. |
2nd | πολλαπλασιάστηκες & πολλαπλασιάσθηκες learn. | πολλαπλασιαστήκατε & πολλαπλασιασθήκατε learn. |
3rd | πολλαπλασιάστηκε & πολλαπλασιάσθηκε learn. | πολλαπλασιάστηκαν & πολλαπλασιάσθηκαν learn. & πολλαπλασιαστήκαν oral. & πολλαπλασιαστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιαστώ & πολλαπλασιασθώ learn. | πολλαπλασιαστούμε & πολλαπλασιασθούμε learn. |
2nd | πολλαπλασιαστείς & πολλαπλασιασθείς learn. | πολλαπλασιαστείτε & πολλαπλασιασθείτε learn. |
3rd | πολλαπλασιαστεί & πολλαπλασιασθεί learn. | πολλαπλασιαστούν & πολλαπλασιασθούν learn. & πολλαπλασιασθούνε learn. & πολλαπλασιαστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πολλαπλασιάσου | πολλαπλασιαστείτε & πολλαπλασιασθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | πολλαπλασιαστεί & πολλαπλασιασθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πολλαπλασιαζόμουν & πολλαπλασιαζόμουνα oral. | πολλαπλασιαζόμασταν & πολλαπλασιαζόμαστε |
2nd | πολλαπλασιαζόσουν & πολλαπλασιαζόσουνα oral. | πολλαπλασιαζόσασταν & πολλαπλασιαζόσαστε oral. |
3rd | πολλαπλασιαζόταν & πολλαπλασιαζότανε oral. | πολλαπλασιάζονταν & πολλαπλασιαζόντανε oral. & πολλαπλασιαζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | πολλαπλασιασμένος |
Synonyms - Antonyms
πολλαπλασιάζω v.
- S: αυξάνω, πληθαίνω: Κατάφερε να πολλαπλασιάσει την περιουσία του. A: ελαττώνω, μειώνω1
- MATH. S: κάνω πολλαπλασιασμό A: διαιρώ2
πολλαπλασιάζομαι
S: αναπαράγομαι: Το φυτό πολλαπλασιάζεται με καταβολάδες.
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.