Lexiscope: ποδοπατάω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πο-δο-πα-τά-ω

Morphology

ποδοπατάω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατώ & ποδοπατάω oral. ποδοπατάμε & ποδοπατούμε
2ndποδοπατάς & ποδοπατείςποδοπατάτε & ποδοπατείτε
3rdποδοπατά & ποδοπατεί & ποδοπατάει oral. ποδοπατούν & ποδοπατάν oral. & ποδοπατάνε oral. & ποδοπατούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπάτα oral. & ποδοπάταγε oral. ποδοπατάτε & ποδοπατείτε
Present-Participleποδοπατώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stποδοπάτησαποδοπατήσαμε
2ndποδοπάτησεςποδοπατήσατε
3rdποδοπάτησεποδοπάτησαν & ποδοπατήσαν oral. & ποδοπατήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stποδοπατήσωποδοπατήσουμε & ποδοπατήσομε dial.
2ndποδοπατήσειςποδοπατήσετε
3rdποδοπατήσειποδοπατήσουν & ποδοπατήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπάτησε & ποδοπάτα oral. ποδοπατήσετε & ποδοπατήστε
Simple past-Infinitiveποδοπατήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stποδοπάταγα & ποδοπατούσαποδοπατάγαμε & ποδοπατούσαμε
2ndποδοπάταγες & ποδοπατούσεςποδοπατάγατε & ποδοπατούσατε
3rdποδοπάταγε & ποδοπατούσεποδοπάταγαν & ποδοπατούσαν & ποδοπατάγαν oral. & ποδοπατάγανε oral. & ποδοπατούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατιέμαι & ποδοπατούμαιποδοπατιόμαστε & ποδοπατούμαστε oral.
2ndποδοπατείσαι & ποδοπατιέσαιποδοπατείστε & ποδοπατιέστε & ποδοπατιόσαστε oral.
3rdποδοπατείται & ποδοπατιέταιποδοπατιούνται & ποδοπατούνται & ποδοπατιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndποδοπατείστε & ποδοπατιέστε
Present-Participleποδοπατούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατήθηκαποδοπατηθήκαμε
2ndποδοπατήθηκεςποδοπατηθήκατε
3rdποδοπατήθηκεποδοπατήθηκαν & ποδοπατηθήκαν oral. & ποδοπατηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stποδοπατηθώποδοπατηθούμε
2ndποδοπατηθείςποδοπατηθείτε
3rdποδοπατηθείποδοπατηθούν & ποδοπατηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπατήσουποδοπατηθείτε
Simple past-Infinitiveποδοπατηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατιόμουν & ποδοπατιόμουνα oral. & ποδοπατούμουν oral. ποδοπατιόμασταν & ποδοπατιόμαστε & ποδοπατούμασταν oral. & ποδοπατούμαστε oral.
2ndποδοπατιόσουν & ποδοπατιόσουνα oral. ποδοπατιόσασταν & ποδοπατιόσαστε oral.
3rdποδοπατιόταν & ποδοπατείτο learn. & ποδοπατιότανε oral. & ποδοπατούνταν oral. ποδοπατιούνταν & ποδοπατιόνταν & ποδοπατούντο learn. & ποδοπατιόντανε oral. & ποδοπατιόντουσαν oral. & ποδοπατούνταν oral.
Present Perfect-Participleποδοπατημένος

ποδοπατώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατώ & ποδοπατάω oral. ποδοπατάμε & ποδοπατούμε
2ndποδοπατάς & ποδοπατείςποδοπατάτε & ποδοπατείτε
3rdποδοπατά & ποδοπατεί & ποδοπατάει oral. ποδοπατούν & ποδοπατάν oral. & ποδοπατάνε oral. & ποδοπατούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπάτα oral. & ποδοπάταγε oral. ποδοπατάτε & ποδοπατείτε
Present-Participleποδοπατώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stποδοπάτησαποδοπατήσαμε
2ndποδοπάτησεςποδοπατήσατε
3rdποδοπάτησεποδοπάτησαν & ποδοπατήσαν oral. & ποδοπατήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stποδοπατήσωποδοπατήσουμε & ποδοπατήσομε dial.
2ndποδοπατήσειςποδοπατήσετε
3rdποδοπατήσειποδοπατήσουν & ποδοπατήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπάτησε & ποδοπάτα oral. ποδοπατήσετε & ποδοπατήστε
Simple past-Infinitiveποδοπατήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stποδοπάταγα & ποδοπατούσαποδοπατάγαμε & ποδοπατούσαμε
2ndποδοπάταγες & ποδοπατούσεςποδοπατάγατε & ποδοπατούσατε
3rdποδοπάταγε & ποδοπατούσεποδοπάταγαν & ποδοπατούσαν & ποδοπατάγαν oral. & ποδοπατάγανε oral. & ποδοπατούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατιέμαι & ποδοπατούμαιποδοπατιόμαστε & ποδοπατούμαστε oral.
2ndποδοπατείσαι & ποδοπατιέσαιποδοπατείστε & ποδοπατιέστε & ποδοπατιόσαστε oral.
3rdποδοπατείται & ποδοπατιέταιποδοπατιούνται & ποδοπατούνται & ποδοπατιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndποδοπατείστε & ποδοπατιέστε
Present-Participleποδοπατούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατήθηκαποδοπατηθήκαμε
2ndποδοπατήθηκεςποδοπατηθήκατε
3rdποδοπατήθηκεποδοπατήθηκαν & ποδοπατηθήκαν oral. & ποδοπατηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stποδοπατηθώποδοπατηθούμε
2ndποδοπατηθείςποδοπατηθείτε
3rdποδοπατηθείποδοπατηθούν & ποδοπατηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndποδοπατήσουποδοπατηθείτε
Simple past-Infinitiveποδοπατηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stποδοπατιόμουν & ποδοπατιόμουνα oral. & ποδοπατούμουν oral. ποδοπατιόμασταν & ποδοπατιόμαστε & ποδοπατούμασταν oral. & ποδοπατούμαστε oral.
2ndποδοπατιόσουν & ποδοπατιόσουνα oral. ποδοπατιόσασταν & ποδοπατιόσαστε oral.
3rdποδοπατιόταν & ποδοπατείτο learn. & ποδοπατιότανε oral. & ποδοπατούνταν oral. ποδοπατιούνταν & ποδοπατιόνταν & ποδοπατούντο learn. & ποδοπατιόντανε oral. & ποδοπατιόντουσαν oral. & ποδοπατούνταν oral.
Present Perfect-Participleποδοπατημένος

Synonyms - Antonyms

ποδοπατάω v.

  1. Sτσαλαπατάω1 oral
  2. Sταπεινώνω, εξευτελίζω

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.