Lexiscope: πιθανός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πι-θα-νός

Morphology

πιθανός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπιθανόςοιπιθανοί
Genitiveτουπιθανούτωνπιθανών
Accusativeτονπιθανότουςπιθανούς
Vocative πιθανέ πιθανοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπιθανήοιπιθανές
Genitiveτηςπιθανήςτωνπιθανών
Accusativeτηνπιθανήτιςπιθανές
Vocative πιθανή πιθανές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπιθανόταπιθανά
Genitiveτουπιθανούτωνπιθανών
Accusativeτοπιθανόταπιθανά
Vocative πιθανό πιθανά

πιθανότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπιθανότεροςοιπιθανότεροι
Genitiveτουπιθανότερουτωνπιθανότερων
Accusativeτονπιθανότεροτουςπιθανότερους
Vocative πιθανότερε πιθανότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπιθανότερηοιπιθανότερες
Genitiveτηςπιθανότερηςτωνπιθανότερων
Accusativeτηνπιθανότερητιςπιθανότερες
Vocative πιθανότερη πιθανότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπιθανότεροταπιθανότερα
Genitiveτουπιθανότερουτωνπιθανότερων
Accusativeτοπιθανότεροταπιθανότερα
Vocative πιθανότερο πιθανότερα

πιθανότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπιθανότατοςοιπιθανότατοι
Genitiveτουπιθανότατουτωνπιθανότατων
Accusativeτονπιθανότατοτουςπιθανότατους
Vocative πιθανότατε πιθανότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπιθανότατηοιπιθανότατες
Genitiveτηςπιθανότατηςτωνπιθανότατων
Accusativeτηνπιθανότατητιςπιθανότατες
Vocative πιθανότατη πιθανότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπιθανότατοταπιθανότατα
Genitiveτουπιθανότατουτωνπιθανότατων
Accusativeτοπιθανότατοταπιθανότατα
Vocative πιθανότατο πιθανότατα

Synonyms - Antonyms

πιθανός adj.

  1. Sενδεχόμενος learn: Αύριο είναι πιθανό να βρέξει. Aαπίθανος1
  2. Sαληθοφανής, ευλογοφανής: Παρουσίασε μια πιθανή εξήγηση του προβλήματος.

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.