Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
πιά-νο-μαι
Morphology
πιάνω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πιάνω | πιάνουμε & πιάνομε dial. |
2nd | πιάνεις | πιάνετε |
3rd | πιάνει | πιάνουν & πιάνουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πιάνε | πιάνετε |
|
Present-Participle | πιάνοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | έπιασα | πιάσαμε |
2nd | έπιασες | πιάσατε |
3rd | έπιασε | έπιασαν & πιάσαν oral. & πιάσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | πιάσω | πιάσουμε & πιάσομε dial. |
2nd | πιάσεις | πιάσετε |
3rd | πιάσει | πιάσουν & πιάσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πιάσε | πιάστε |
|
Simple past-Infinitive | πιάσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | έπιανα | πιάναμε |
2nd | έπιανες | πιάνατε |
3rd | έπιανε | έπιαναν & πιάναν oral. & πιάνανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πιάνομαι | πιανόμαστε |
2nd | πιάνεσαι | πιάνεστε & πιανόσαστε oral. |
3rd | πιάνεται | πιάνονται |
|
Present-Imperative |
|
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πιάστηκα | πιαστήκαμε |
2nd | πιάστηκες | πιαστήκατε |
3rd | πιάστηκε | πιάστηκαν & πιαστήκαν oral. & πιαστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | πιαστώ | πιαστούμε |
2nd | πιαστείς | πιαστείτε |
3rd | πιαστεί | πιαστούν & πιαστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | πιάσου | πιαστείτε |
|
Simple past-Infinitive | πιαστεί |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | πιανόμουν & πιανόμουνα oral. | πιανόμασταν & πιανόμαστε |
2nd | πιανόσουν & πιανόσουνα oral. | πιανόσασταν & πιανόσαστε oral. |
3rd | πιανόταν & πιανότανε oral. | πιάνονταν & πιανόντανε oral. & πιανόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | πιασμένος |
Synonyms - Antonyms
πιάνω v.
- S: κρατάω1, βαστάω1 oral: Πιάνει το μολύβι με το αριστερό. A: αφήνω1
- S: αγγίζω1, ακουμπάω2: Μην πιάνετε τους διακόπτες με βρεγμένα χέρια.
- S: αρπάζω1, αδράχνω, βουτάω4: Τον έπιασε και τον έβγαλε έξω σηκωτό.
- S: συνενώνω: Πιάσε τα χαρτιά με ένα συνδετήρα.
- S: μαγκώνω1: Έπιασα το δάχτυλό μου στην πόρτα.
- S: δένω5, μαζεύω4: Πιάσε τα μαλλιά σου. A: λύνω1
- S: συλλαμβάνω1, τσακώνω oral, μπαγλαρώνω1 pop.: Τους έπιασαν επ' αυτοφώρω.
- S: καταλαμβάνω3: Έπιασαν όλα τα πόστα.
- S: αγκαζάρω oral, κλείνω: Πιάσαμε πρώτο τραπέζι πίστα!
- oral S: νοικιάζω2, μισθώνω1: Πιάσαμε διαμέρισμα. A: ξενοικιάζω1
- oral S: πετυχαίνω: Έπιασα δεκατριάρι.
- oral S: αντιλαμβάνομαι2, καταλαβαίνω3: Έπιασα το νόημα.
- oral S: αρχίζω, ξεκινάω1: Έπιασαν το τραγούδι.
πιάνει
- S: έχει αποτέλεσμα, περνάει4: Δεν έπιασε το κόλπο.
- S: ριζοβολάει, ριζώνει1: Για να πιάσει το πλατάνι, θέλει νερό.
- S: ξεσπάει, εκδηλώνεται: Έπιασε φωτιά.
- S: καλύπτει: Το άρθρο πιάνει τέσσερις σελίδες.
πιάνομαι
- S: παθαίνω αγκύλωση, αγκυλώνομαι: Πιάστηκε ο σβέρκος μου. A: ξεπιάνομαι
- S: βρίσκω αφορμή, βρίσκω πάτημα: Πιάνεται από το παραμικρό για να στήσει καβγά.
- oral S: συμπλέκομαι, συγκρούομαι3: Πιάστηκαν οι αναρχικοί με τους ακροδεξιούς.
πιάστηκα
S: πλούτισα, οικονόμησα oral: Πιάστηκε με το Χρηματιστήριο.
πιάνεται
- S: σκαλώνει oral, μαγκώνει1: Το φερμουάρ πιάστηκε στο ύφασμα.
- S: υπολογίζεται, λογαριάζεται: Πιάνεται αυτό για λάθος;
EXPR: πιάνω κορόιδο, πιάνω με το καλό, πιάνω παιδί, πιάνω στο στόμα μου, πιάνω την καλή, πιάνει τ' αυτί μου, πιάνεται η ψυχή μου, πιάνομαι στη φάκα, ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα, το 'πιασα
8 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.