Lexiscope: περιτυλίγω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πε-ρι-τυ-λί-γω

Morphology

περιτυλίγω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπεριτυλίγωπεριτυλίγουμε & περιτυλίγομε dial.
2ndπεριτυλίγειςπεριτυλίγετε
3rdπεριτυλίγειπεριτυλίγουν & περιτυλίγουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπεριτύλιγεπεριτυλίγετε
Present-Participleπεριτυλίγοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπεριτύλιξαπεριτυλίξαμε
2ndπεριτύλιξεςπεριτυλίξατε
3rdπεριτύλιξεπεριτύλιξαν & περιτυλίξαν oral. & περιτυλίξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπεριτυλίξωπεριτυλίξουμε & περιτυλίξομε dial.
2ndπεριτυλίξειςπεριτυλίξετε
3rdπεριτυλίξειπεριτυλίξουν & περιτυλίξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπεριτύλιξεπεριτυλίξτε & περιτυλίχτε
Simple past-Infinitiveπεριτυλίξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπεριτύλιγαπεριτυλίγαμε
2ndπεριτύλιγεςπεριτυλίγατε
3rdπεριτύλιγεπεριτύλιγαν & περιτυλίγαν oral. & περιτυλίγανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπεριτυλίγομαιπεριτυλιγόμαστε
2ndπεριτυλίγεσαιπεριτυλίγεστε & περιτυλιγόσαστε oral.
3rdπεριτυλίγεταιπεριτυλίγονται
Present-Imperative
Plural
2ndπεριτυλίγεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπεριτυλίχτηκαπεριτυλιχτήκαμε
2ndπεριτυλίχτηκεςπεριτυλιχτήκατε
3rdπεριτυλίχτηκεπεριτυλίχτηκαν & περιτυλιχτήκαν oral. & περιτυλιχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπεριτυλιχτώπεριτυλιχτούμε
2ndπεριτυλιχτείςπεριτυλιχτείτε
3rdπεριτυλιχτείπεριτυλιχτούν & περιτυλιχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπεριτυλίξουπεριτυλιχτείτε
Simple past-Infinitiveπεριτυλιχτεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπεριτυλιγόμουν & περιτυλιγόμουνα oral. περιτυλιγόμασταν & περιτυλιγόμαστε
2ndπεριτυλιγόσουν & περιτυλιγόσουνα oral. περιτυλιγόσασταν & περιτυλιγόσαστε oral.
3rdπεριτυλιγόταν & περιτυλιγότανε oral. περιτυλίγονταν & περιτυλιγόντανε oral. & περιτυλιγόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπεριτυλιγμένος

Synonyms - Antonyms

περιτυλίγω v.

Sαμπαλάρω, τυλίγω2


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.