Lexiscope: πειράζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πει-ρά-ζω

Morphology

πειράζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπειράζωπειράζουμε & πειράζομε dial.
2ndπειράζειςπειράζετε
3rdπειράζειπειράζουν & πειράζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπείραζεπειράζετε
Present-Participleπειράζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπείραξαπειράξαμε
2ndπείραξεςπειράξατε
3rdπείραξεπείραξαν & πειράξαν oral. & πειράξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπειράξωπειράξουμε & πειράξομε dial.
2ndπειράξειςπειράξετε
3rdπειράξειπειράξουν & πειράξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπείραξεπειράξτε & πειράχτε
Simple past-Infinitiveπειράξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπείραζαπειράζαμε
2ndπείραζεςπειράζατε
3rdπείραζεπείραζαν & πειράζαν oral. & πειράζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπειράζομαιπειραζόμαστε
2ndπειράζεσαιπειράζεστε & πειραζόσαστε oral.
3rdπειράζεταιπειράζονται
Present-Imperative
Plural
2ndπειράζεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπειράχτηκαπειραχτήκαμε
2ndπειράχτηκεςπειραχτήκατε
3rdπειράχτηκεπειράχτηκαν & πειραχτήκαν oral. & πειραχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπειραχτώπειραχτούμε
2ndπειραχτείςπειραχτείτε
3rdπειραχτείπειραχτούν & πειραχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπειράξουπειραχτείτε
Simple past-Infinitiveπειραχτεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπειραζόμουν & πειραζόμουνα oral. πειραζόμασταν & πειραζόμαστε
2ndπειραζόσουν & πειραζόσουνα oral. πειραζόσασταν & πειραζόσαστε oral.
3rdπειραζόταν & πειραζότανε oral. πειράζονταν & πειραζόντανε oral. & πειραζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπειραγμένος

Synonyms - Antonyms

πειράζω v.

  1. Sενοχλώ1, δυσαρεστώ: Με πειράζει η ακαταστασία.
  2. Sκοροϊδεύω1, περιπαίζω: Σε πειράζει, δε μιλάει σοβαρά.
  3. Sπαρενοχλώ2, κολλάω8 oral: Την πείραξε στο δρόμο με χυδαίο τρόπο.
  4. Sθίγω2, προσβάλλω2: Τον πείραξε η συμπεριφορά σου.
  5. Sβλάπτω1, κάνω κακό: Με πειράζει το τσιγάρο. Aωφελώ1, κάνω καλό
  6. Sαγγίζω: Πρόσεξε μην πειράξει το παιδί τα κουμπιά της κουζίνας.
  7. Sαλλάζω1, μεταβάλλω: Μην πειράξετε τα σχέδια.

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.