Lexiscope: παρκάρω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

παρ-κά-ρω

Morphology

παρκάρω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρκάρωπαρκάρουμε & παρκάρομε dial.
2ndπαρκάρειςπαρκάρετε
3rdπαρκάρειπαρκάρουν & παρκάρουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπαρκάριζεπαρκάρετε
Present-Participleπαρκάροντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπάρκαρα & παρκάρισαπαρκάραμε
2ndπάρκαρες & παρκάρισεςπαρκάρατε
3rdπάρκαρε & παρκάρισεπάρκαραν & παρκάρισαν & παρκάραν oral. & παρκάρανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρκάρωπαρκάρουμε & παρκάρομε dial.
2ndπαρκάρειςπαρκάρετε
3rdπαρκάρειπαρκάρουν & παρκάρουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρκάρισεπαρκάρετε
Simple past-Infinitiveπαρκάρει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπάρκαρα & παρκάριζαπαρκάραμε
2ndπάρκαρες & παρκάριζεςπαρκάρατε
3rdπάρκαρε & παρκάριζεπάρκαραν & παρκάριζαν & παρκάρονταν & παρκάραν oral. & παρκάρανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαρκάρομαιπαρκαριζόμαστε
2ndπαρκάρεσαιπαρκάρεστε & παρκαριζόσαστε oral.
3rdπαρκάρεταιπαρκάρονται
Present-Imperative
Plural
2ndπαρκάρεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρκαρίστηκαπαρκαριστήκαμε
2ndπαρκαρίστηκεςπαρκαριστήκατε
3rdπαρκαρίστηκεπαρκαρίστηκαν & παρκαριστήκαν oral. & παρκαριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαρκαριστώπαρκαριστούμε
2ndπαρκαριστείςπαρκαριστείτε
3rdπαρκαριστείπαρκαριστούν & παρκαριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαρκαρίσουπαρκαριστείτε
Simple past-Infinitiveπαρκαριστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαρκαριζόμουν & παρκαριζόμουνα oral. παρκαριζόμασταν & παρκαριζόμαστε
2ndπαρκαριζόσουν & παρκαριζόσουνα oral. παρκαριζόσασταν & παρκαριζόσαστε oral.
3rdπαρκαριζόταν & παρκαριζότανε oral. παρκαρίζονταν & παρκαριζόντανε oral. & παρκαριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπαρκαρισμένος

Synonyms - Antonyms

παρκάρω v.

Sσταθμεύω

Προθήματα - Επιθήματα

-άρω, -άρισμα

Ρήματα

-άρω [áro]

Το -άρω χρησιμοποιείται συχνά για το σχηματισμό ρημάτων που παράγονται από λέξεις ξένης προέλευσης. Για παράδειγμα, όταν αμπαλάρω κάτι το συσκευάζω, το βάζω μέσα σε αμπαλάζ. Τα ρήματα αυτά είναι συνήθως μεταβατικά και δηλώνουν ενέργεια.

αγκαζάρω (< αγκαζέ), αμπαλάρω (< αμπαλάζ), γιουχάρω (< γιούχα), καμουφλάρω (< καμουφλάζ), κεντράρω, κοπιάρω (< κόπια), κρασάρω, κριτικάρω (< κριτική), λανσάρω, μακιγιάρω (< μακιγιάζ), μαρσάρω, παρκάρω, παρλάρω (< πάρλα), πουδράρω (< πούδρα), σκανάρω (< σκάνερ), τεστάρω (< τεστ), φρακάρω, φρικάρω (< φρίκη)

✔ Κάποια ρήματα σε -άρω σχηματίζονται εναλλακτικά και με το λαϊκότερο επίθημα -έρνω (π.χ. βολτάρωβολτέρνω, κουμαντάρωκουμαντέρνω), ενώ κάποια άλλα έχουν και δεύτερο τύπο σε -αρίζω (π.χ. φοδράρωφοδραρίζω, πουδράρωπουδραρίζω).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Προέρχεται από την κατάληξη του ιταλικού απαρεμφάτου -are.

Ουσιαστικά

-άρισμα [árizma]

Τα ουσιαστικά αυτά δηλώνουν ρηματική ενέργεια. Για παράδειγμα, το πακετάρισμα είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πακετάρω.

αμπαλάρισμα, γιουχάρισμα, κεντράρισμα, μακιγιάρισμα, μαρσάρισμα, μπλοκάρισμα, ντοπάρισμα, πακετάρισμα, παρκάρισμα, πατρονάρισμα, ποντάρισμα, σκανάρισμα, σουτάρισμα, στοκάρισμα, τρατάρισμα, τσεκάρισμα, φιλτράρισμα, φορμάρισμα, φρενάρισμα, φρεσκάρισμα

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τα ουσιαστικά που προέρχονται από ρήματα σε -ίζω, όπως γκάρισμα (< γκαρίζω), καθάρισμα (< καθαρίζω), σφουγγάρισμα (< σφουγγαρίζω), τσιγάρισμα (< τσιγαρίζω), φτυάρισμα (< φτυαρίζω), χάρισμα (< χαρίζω) κτλ.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.