Lexiscope: παραλαμβάνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-ρα-λαμ-βά-νω

Morphology

παραλαμβάνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαραλαμβάνωπαραλαμβάνουμε & παραλαμβάνομε dial.
2ndπαραλαμβάνειςπαραλαμβάνετε
3rdπαραλαμβάνειπαραλαμβάνουν & παραλαμβάνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπαραλάμβανεπαραλαμβάνετε
Present-Participleπαραλαμβάνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαρέλαβαπαραλάβαμε
2ndπαρέλαβεςπαραλάβατε
3rdπαρέλαβεπαρέλαβαν & παραλάβαν oral. & παραλάβανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαραλάβωπαραλάβουμε & παραλάβομε dial.
2ndπαραλάβειςπαραλάβετε
3rdπαραλάβειπαραλάβουν & παραλάβουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπαράλαβεπαραλάβετε
Simple past-Infinitiveπαραλάβει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαραλάμβαναπαραλαμβάναμε
2ndπαραλάμβανεςπαραλαμβάνατε
3rdπαραλάμβανεπαραλάμβαναν & παραλαμβάναν oral. & παραλαμβάνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπαραλαμβάνομαιπαραλαμβανόμαστε
2ndπαραλαμβάνεσαιπαραλαμβάνεστε & παραλαμβανόσαστε oral.
3rdπαραλαμβάνεταιπαραλαμβάνονται
Present-Imperative
Plural
2ndπαραλαμβάνεστε
Present-Participleπαραλαμβανόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπαραλήφθηκα & παρελήφθην learn. παραληφθήκαμε
2ndπαραλήφθηκες & παρελήφθης learn. παραληφθήκατε
3rdπαραλήφθηκε & παρελήφθη learn. παραλήφθηκαν & παρελήφθησαν learn. & παραληφθήκαν oral. & παραληφθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπαραληφθώπαραληφθούμε
2ndπαραληφθείςπαραληφθείτε
3rdπαραληφθείπαραληφθούν & παραληφθούνε oral.
Simple past-Imperative
Plural
2ndπαραληφθείτε
Simple past-Infinitiveπαραληφθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπαραλαμβανόμουν & παραλαμβανόμουνα oral. παραλαμβανόμασταν & παραλαμβανόμαστε
2ndπαραλαμβανόσουν & παραλαμβανόσουνα oral. παραλαμβανόσασταν & παραλαμβανόσαστε oral.
3rdπαραλαμβανόταν & παραλαμβανότανε oral. παραλαμβάνονταν & παραλαμβανόντανε oral. & παραλαμβανόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

παραλαμβάνω v.

  1. Sπαίρνω12: Έχω να παραλάβω ένα συστημένο δέμα. Aπαραδίδω1
  2. Sυποδέχομαι, προϋπαντώ: Πήγε να παραλάβει την κόρη του από το αεροδρόμιο.
  3. Sαναλαμβάνω1, επωμίζομαι: Παρέλαβε διορισμό.

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.