Lexiscope: οφθαλμοφανής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ο-φθαλ-μο-φα-νής

Morphology

οφθαλμοφανής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοφθαλμοφανήςοιοφθαλμοφανείς
Genitiveτουοφθαλμοφανούςτωνοφθαλμοφανών
Accusativeτονοφθαλμοφανήτουςοφθαλμοφανείς
Vocative οφθαλμοφανή & οφθαλμοφανής οφθαλμοφανείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοφθαλμοφανήςοιοφθαλμοφανείς
Genitiveτηςοφθαλμοφανούςτωνοφθαλμοφανών
Accusativeτηνοφθαλμοφανήτιςοφθαλμοφανείς
Vocative οφθαλμοφανή & οφθαλμοφανής οφθαλμοφανείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοφθαλμοφανέςταοφθαλμοφανή
Genitiveτουοφθαλμοφανούςτωνοφθαλμοφανών
Accusativeτοοφθαλμοφανέςταοφθαλμοφανή
Vocative οφθαλμοφανές οφθαλμοφανή

οφθαλμοφανέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοφθαλμοφανέστεροςοιοφθαλμοφανέστεροι
Genitiveτουοφθαλμοφανέστερουτωνοφθαλμοφανέστερων
Accusativeτονοφθαλμοφανέστεροτουςοφθαλμοφανέστερους
Vocative οφθαλμοφανέστερε οφθαλμοφανέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοφθαλμοφανέστερηοιοφθαλμοφανέστερες
Genitiveτηςοφθαλμοφανέστερηςτωνοφθαλμοφανέστερων
Accusativeτηνοφθαλμοφανέστερητιςοφθαλμοφανέστερες
Vocative οφθαλμοφανέστερη οφθαλμοφανέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοφθαλμοφανέστεροταοφθαλμοφανέστερα
Genitiveτουοφθαλμοφανέστερουτωνοφθαλμοφανέστερων
Accusativeτοοφθαλμοφανέστεροταοφθαλμοφανέστερα
Vocative οφθαλμοφανέστερο οφθαλμοφανέστερα

οφθαλμοφανέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοοφθαλμοφανέστατοςοιοφθαλμοφανέστατοι
Genitiveτουοφθαλμοφανέστατουτωνοφθαλμοφανέστατων
Accusativeτονοφθαλμοφανέστατοτουςοφθαλμοφανέστατους
Vocative οφθαλμοφανέστατε οφθαλμοφανέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηοφθαλμοφανέστατηοιοφθαλμοφανέστατες
Genitiveτηςοφθαλμοφανέστατηςτωνοφθαλμοφανέστατων
Accusativeτηνοφθαλμοφανέστατητιςοφθαλμοφανέστατες
Vocative οφθαλμοφανέστατη οφθαλμοφανέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοοφθαλμοφανέστατοταοφθαλμοφανέστατα
Genitiveτουοφθαλμοφανέστατουτωνοφθαλμοφανέστατων
Accusativeτοοφθαλμοφανέστατοταοφθαλμοφανέστατα
Vocative οφθαλμοφανέστατο οφθαλμοφανέστατα

Synonyms - Antonyms

οφθαλμοφανής adj. learn

Sολοφάνερος, προφανής

Προθήματα - Επιθήματα

-φαν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φαν- αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο φαίνεται ή εμφανίζεται κάτι.Το συστατικό -φαν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα φαίνω (= φέρνω στο φως). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-φάνεια [fánia]

Για παράδειγμα, η σοβαροφάνεια είναι το να φαίνεται κάποιος σοβαρός αλλά να μην είναι.

αληθοφάνεια, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, ηλιοφάνεια, νεκροφάνεια, σοβαροφάνεια, σπουδαιοφάνεια

✔ Η λέξη υπερηφάνεια δεν περιέχει το συστατικό -φάνεια, αλλά συνδέεται με το αρχαίο υπερηφανία (< υπερήφανος).

Επίθετα

-φανής [-fanís], -φανής, -φανές

Για παράδειγμα, αληθοφανής είναι αυτός που φαίνεται αληθινός, ενώ οφθαλμοφανές είναι αυτό που είναι ολοφάνερο.

αδιαφανής, αληθοφανής, αφανής, διαφανής, δικαιοφανής, εμφανής, επιφανής, ευλογοφανής, ημιδιαφανής, καινοφανής, καταφανής, νομιμοφανής, οφθαλμοφανής, πασιφανής, προφανής, πρωτοφανής, σοβαροφανής, σπουδαιοφανής

⇨ Το επίθετο διαφανής έχει παράλληλο τύπο διάφανος (πρβ. και μισο-διάφανος, ημι-διάφανος, α-διάφανος).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(γλωσς.) Στη γλωσσολογία, δοτικοφανής είναι η λέξη που βρίσκεται σε δοτική πτώση και συνήθως χρησιμοποιείται ως επίρρημα (όπως οι λέξεις φύσει, θέσει κτλ.).


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.